Выбрать главу

Η μαντάμ Νταβίντοβα είχε πνιγεί, το κορμί της χτύπησε με δύναμη πάνω στη σχάρα μιας βάνας, ενώ η Βαλεντίνα είχε σωθεί επειδή πρόλαβε και γαντζώθηκε από τη μεταλλική σκάλα που ήταν μπροστά της.

Το ευγενικό πρόσωπο της γυναίκας εμφανιζόταν συχνά στα όνειρα της Βαλεντίνας και της μιλούσε γλυκά. Κάποιες νύχτες, όμως, όταν ένιωθε το κεφάλι της να καίει έτοιμο να σπάσει, η μαντάμ Νταβίντοβα μεταμορφωνόταν σένα σατανικό πλάσμα. Με μάτια να πετάνε φωτιές. Με στόμα που έβριζε χυδαία. Η Βαλεντίνα ούρλιαζε. Η αδελφή Σόνια ήταν πάντα εκεί, δίπλα της, να της λέει: «Σώπα, μικρούλα, ησύχασε». Κάποιες φορές ένιωθε κάτι κρύο στο μέτωπο της, μια γουλιά υγρό στα χείλη της. Η πικρή γεύση του λάβδανου.

Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα κι ίσα που ακούστηκαν οι ρόδες πάνω στο χαλί.

«Είσαι ξύπνια;»

«Ναι. Καλημέρα, Κάτια. Μια χαρά είσαι».

Αλήθεια, η Κάτια ήταν μια χαρά. Δεν ήταν χλομή, τα μαλλιά της ήταν φρεσκολουσμένα και καθόταν πιο στητή στην αναπηρική πολυθρόνα.

«Σου φερα λίγο ανανά. Κοίτα».

Ακούμπησε ένα μπολ στο κομοδίνο της Βαλεντίνας. Μέσα στο μπολ δυο κατακίτρινες φέτες ανανά σκόρπιζαν το άρωμα τους στο παγωμένο δωμάτιο θυμίζοντας κάτι από καλοκαίρι.

«Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε η Κάτια.

«Καλύτερα».

«Ωραία. Θα κατέβεις σήμερα κάτω;»

Η Βαλεντίνα έκλεισε τα μάτια της.

«Όχι. Έχω ένα φοβερό πονοκέφαλο».

«Η νοσοκόμα μπορεί να σου δώσει κάτι γι’ αυτό. Αν σηκωθείς και-»

«Όχι. Όχι, σήμερα, Κάτια».

Ατέλειωτη σιωπή. Το τζάμι στο παράθυρο έτριζε. Η Βαλεντίνα ένιωσε στο χέρι της τα δάχτυλα της Κάτιας.

«Βαλεντίνα, δεν μπορείς να συνεχίσεις έτσι».

Κι άλλη σιωπή. Πιο βαριά αυτή τη φορά, οι ανάσες να βγαίνουν με δυσκολία.

«Η αδελφή Σόνια μου είπε», μίλησε με απαλή φωνή η Κάτια, «ότι ο πυρετός σου έπεσε. Κι ότι πας καλύτερα».

«Ναι, αλλά αισθάνομαι αδυναμία». Τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι κλειστά.

«Τόση αδυναμία που να μην μπορείς να κατέβεις μέχρι κάτω;»

Η Βαλεντίνα ένευσε καταφατικά.

Τα μικροκαμωμένα δάχτυλα χτύπησαν απαλά το χέρι της.

«Γλυκιά μου Βαλεντίνα, σακούω, κάθε βράδυ σακούω».

«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις».

«Ασφαλώς και καταλαβαίνεις. Σακούω να περνάς αθόρυβα έξω απ’ το δωμάτιο μου όταν νομίζεις ότι όλοι στο σπίτι κοιμούνται. Κατεβαίνεις κάτω και παίζεις πιάνο. Μερικές φορές για λίγη ώρα, κι άλλες όλη τη νύχτα».

«Όχι».

«Ναι. Και γυρίζεις πίσω λίγο προτού σηκωθούν οι υπηρέτες. Παραδέξου το». Της έσφιξε δυνατά το χέρι κι η Βαλεντίνα άνοιξε απότομα τα μάτια.

«Λοιπόν», είπε η Κάτια, «για κοίτα με στα μάτια».

Η Βαλεντίνα την κοίταξε. Αυτή δεν ήταν η Κάτια της.

Ήταν κάποια άλλη που είχε τρυπώσει κάτω απ’ το δέρμα της αδελφής της. Τα μπλε μάτια ήταν παγωμένα και άχρωμα σαν τις φεγγαρόπετρες. Αυτό το πλάσμα υποκρινόταν ότι ήταν η Κάτια. Τα πράγματα ήταν άσχημα.

«Βαλεντίνα, τι σου συμβαίνει; Τι είναι αυτό που σέχει καθηλώσει εντελώς, όπως εμένα η βόμβα; Δεν είσαι πληγωμένη, δεν είσαι άρρωστη. Δεν ασχολήθηκες ούτε καν με τα γενέθλια μας. Εξακολουθείς να κρύβεσαι εδώ μέσα. Πού πήγε όλη η ζωντάνια σου;»

«Την πήρε μαζί της το νερό των υπονόμων».

«Είσαι ζωντανή. Δεν χτύπησες, δεν πνίγηκες ούτε έχασες το μισό σου πόδι όπως ο τοπογράφος».

«Ο τοπογράφος; Έχασε το πόδι του;»

«Από το γόνατο και κάτω. Του το ακρωτηρίασαν».

Η Βαλεντίνα θυμήθηκε το νεανικό του πρόσωπο. Μέσα στον ιδρώτα. Φοβισμένο. Τα χέρια του σαν τα πλοκάμια, τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του Γιενς.

«Θα περπατάει με πατερίτσα», είπε η Κάτια.

«Η μαντάμ Νταβίντοβα δεν πρόκειται να ξαναπερπατήσει».

«Όχι».

«Κάτια, την είδα να πεθαίνει. Είδα«υτή την καλή γυναίκα να πνίγεται».

Το χέρι της Κάτιας χαλάρωσε και η φωνή της μαλάκωσε.

«Στενοχωριέσαι και καλά κάνεις, αλλά δεν μπορείς να πάψεις να ζεις κι εσύ εξαιτίας της».

Η Βαλεντίνα χώθηκε στα μαξιλάρια της.

«Κάτια, εγώ έπρεπε να είμαι στη θέση της. Εκείνη έπρεπε να πιαστεί από τη σκάλα, όχι εγώ».

«Ναι, αλλά δεν πιάστηκε. Εκείνη πέθανε κι εσύ δεν πέθανες. Ζήσε λοιπόν».

«Ο Γιενς μέβαλε πάνω στη σκάλα».

«Να τον έχει καλά ο Θεός τον Γιενς Φρίις. Αν και δεν έπρεπε να σε έχει προσκαλέσει εκεί κάτω».

«Πάψε, Κάτια. Δεν φταίει αυτός που οι αναθεματισμένοι επαναστάτες θέλησαν να μας δολοφονήσουν».

«Ωραία». Η Κάτια χαμογελούσε. «Επιτέλους μια σπίθα.

Στον Γιενς την οφείλεις».

Αλλά η Βαλεντίνα σκεπάστηκε μέχρι πάνω με το πάπλωμα.

«Φύγε, Κάτια».

Το πάπλωμα τραβήχτηκε απότομα από πάνω της.

«Για κοιτάξου!» φώναξε η Κάτια.

Κι η Βαλεντίνα κοιτάχτηκε. Ένα βρομερό νυχτικό, μαλλιά επίσης βρομερά και γεμάτα κόμπους. Πήγε να κλείσει τα μάτια της για να μην τα βλέπει, ένιωσε μια σφαλιάρα στο κεφάλι της κι ένα χαστούκι στο μάγουλο της.