«Σήκω!» ούρλιαξε η Κάτια. αΣήκω απ’ αυτό το κρεβάτι».
«Μη!»
«Σκοπεύεις να σαπίσεις εδώ;»
«Ναι. Φύγε κι άσε με ήσυχη».
«Κοιτάξου. Έχεις τα πάντα. Τα πάντα. Δεν έχεις κανέναν απολύτως λόγο για να μισείς τον κόσμο αυτό. Κανέναν».
Η Βαλεντίνα δεν μίλησε, κι όμως είχαν ειπωθεί τόσο πολλά.
«Η καημένη η μαντάμ Νταβίντοβα θα δίνε τα πάντα για να είναι στη θέση σου», είπε κλαίγοντας η Κάτια. Έγειρε πίσω στην αναπηρική πολυθρόνα της με το ένα χέρι στο λαιμό της λες και την έπνιγε κάτι. «Βαλεντίνα», είπε βραχνά, «εγώ θα πουλούσα τη ζωή μου στο Διάβολο να ήμουν στη θέση σου».
Οι ρόδες έτριξαν και το αναπηρικό καροτσάκι βγήκε απ το δωμάτιο. Η Βαλεντίνα αναστέναξε βαθιά και απόμεινε να κοιτάζει τον τοίχο.
Ένιωσε ότι κάτι κουνιόταν μες στο κεφάλι της. Κάτι σερνόταν σαν φίδι ανάμεσα στις σκέψεις της μέχρι που τις γράπωσε και τις έσφιξε, όπως το σκοινί το λαιμό ενός πορτοφολά.
Οι ενοχές τη συνέθλιβαν. Της τσάκιζαν την πλάτη. Της έχωναν το πρόσωπο μέσα στις ακαθαρσίες. Η Κάτια. Η μητέρα της. Ο πατέρας της. Η μαντάμ Νταβίντοβα. Το ακρωτηριασμένο πόδι του τοπογράφου. Ακόμη κι η Ντάσα, το πανέμορφο μα παραμελημένο άλογο της, που δεν το είχε ξανακαβαλικέψει από την ημέρα της έκρηξης.
Μια ψιθυριστή φωνή της μουρμούραγε μέσα σταφτί της: Αν δεν ήταν για χάρη της, θα κανόνιζε ο Γιενς την επίσκεψη στις καινούργιες σήραγγες; Αν εκείνος δεν ήθελε να την αρπάξει από το λοχαγό Τσερνόφ, οι υπόλοιποι θα ήταν ακόμα γεροί και ζωντανοί; Όλα αυτά ήταν τάχα δικό της λάθος; Ένιωθε να γίνεται κομμάτια ενώ κοιτούσε με άδειο βλέμμα τον τοίχο απέναντι της. Προσπάθησε να συναρμολογήσει ξανά τον εαυτό της κομμάτι κομμάτι. Μα όσο το έκανε βάλθηκε να εξετάζει το σχήμα και το μέγεθος του κάθε κομματιού, το ζύγιζε, το μάλαζε, το δοκίμαζε.
Μερικά ήταν κοφτερά σαν γυαλί και την έκοψαν. Άλλα ήταν απαλά και με στρογγυλεμένες γωνίες. Πολλά ήταν μαύρα και σπασμένα, κι έπρεπε να πεταχτούν. Πήρε πολύ χρόνο για να δει τι είχε απομείνει και να τα ταιριάξει μεταξύ τους.
Τελικά ο ανανάς ήταν εκείνος που τη σήκωσε από το κρεβάτι. Κάθε φορά που τον μύριζε, ένα κομμάτι του Γιενς αποτυπωνόταν μέσα της. Το ένιωθε να διαπερνά τα πνευμόνια της και να κυλάει στο αίμα της, να χτυπάει κάτω από τα μονοπάτια που διέγραφαν οι φλέβες της. Γιατί μόνο ο Γιενς θα μπορούσε να της φέρει έναν ανανά. Είχε πάει εκεί.
Είχε περάσει από το σπίτι. Δεν ήταν κουβαριασμένος σένα κρεβάτι σαν το πληγωμένο ζώο. Πέταξε από πάνω της το πάπλωμα και ακούμπησε τα πόδια της στο πάτωμα.
Έβγαλε τη νυχτικιά της κι έβαλε στη γλώσσα της ένα κομματάκι ανανά. Η σάρκα του που έκρυβε μέσα της το φως του ήλιου της έκαψε το στόμα. Πήγε μέχρι το σεκρετέρ της, ξεκλείδωσε το συρτάρι κι έβγαλε το ημερολόγιο της. Με την πένα στο χέρι άρχισε να γράφει: Να κάνω μια συμφωνία με τον μπαμπά.
Ο δρόμος δεν ήταν και κανένας σπουδαίος. Ένα ξεροβόρι που ήρθε απ’ τη θάλασσα σήκωσε σκόνη και βάλθηκε να κυνηγήσει τις νιφάδες, που λερωμένες σαν το μισοφόρι μιας πόρνης έκαναν φούρλες στον αέρα. Ο Γιενς με μεγάλα βήματα διέσχισε τον ξερότοπο, σκέψεις γύριζαν στο μυαλό του, έκανε τους υπολογισμούς του και σχεδόν ούτε που πρόσεξε τη μοναχική φιγούρα με το χοντρό παλτό, που εμφανώς ανήκε σε κάποιον μεγαλόσωμο άντρα. Ο Γιενς έβαλε στην τσέπη του το μολύβι και το σημειωματάριο, τίναξε το χιόνι από τις μπότες του και κίνησε.
«Καλημέρα, υπουργέ Νταβίντοφ».
Το σταχτί πρόσωπο του Νταβίντοφ δεν μπήκε καν στον κόπο να υποκριθεί ότι χάρηκε που τον είδε. Αυτές τις ημέρες τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να χαροποιήσει το χήρο υπουργό. Και περισσότερο απόλους ο ίδιος του ο εαυτός.
«Έχουμε κάνει πρόοδο», του ανακοίνωσε ο Γιενς.
«Υπάρχει συμφωνία για την πώληση της γης;»
«Τα συμβόλαια είναι έτοιμα. Κανόνισες την τραπεζική μεταφορά των χρημάτων;»
«Ντα».
Ο Γιενς ένευσε ικανοποιημένος. Αυτό ήθελε ν’ ακούσει.
Τούτη η έκταση χέρσας γης και οι τρισάθλιες καλύβες που ήταν πιο κει, σύντομα θα ανήκαν σε νέο ιδιοκτήτη και θα J ήταν έτοιμες για ανοικοδόμηση. Έριξε μια ματιά στα καλύβια, δεν ήταν μεγαλύτερα από σπίτια για σκυλιά.
«Όταν μπουν οι υπογραφές κι οι σφραγίδες», είπε ο Γιενς, «θα ανακοινώσω την επέκταση των υπονόμων σαυτή την περιοχή την ερχόμενη άνοιξη».
Ο Νταβίντοφ έχωσε τα χέρια του στις τσέπες και μύρισε τον αέρα. Τι περίμενε να μυρίσει; Λεφτά; Χοντρά στρογγυλά ρούβλια να κυλάνε στη γη; Μια γυναίκα με ένα μαντίλι στο κεφάλι και με παπούτσια φτιαγμένα από σκοινιά βγήκε βιαστικά από ένα χαμόσπιτο μένα τενεκεδένιο κουβά γεμάτο με σκατόνερα και τον άδειασε στο βρόμικο δρόμο. Ο Γιενς γύρισε το κεφάλι του απτην άλλη μεριά. Ο δρόμος έζεχνε κατρουλίλα. Η γυναίκα στάθηκε στην άκρη του δρόμου και τους κοίταζε, οι ώμοι της σκυφτοί.