«Λοιπόν;» ρώτησε ο Νταβίντοφ.
«Λοιπόν, εσύ θα καθοδηγήσεις την επιτροπή να ψηφίσει προς αυτή την κατεύθυνση». Έκανε να περπατήσει, το ύψος του χάριζε ένα πλεονέκτημα.
Ο Νταβίντοφ κάτι μουρμούρισε, κάτι που μόνο ο ίδιος το άκουσε κι ό,τι απόμεινε το πήρε ο άνεμος.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ζήτησε να μάθει ο Γιενς.
«Αρρωσταίνω με το θέμα των υπονόμων. Δεν θέλω να έχω καμιά σχέση ούτε με την επιτροπή, ειδικά έπειτα από.»
«Υπουργέ, συμφωνήσαμε. Είναι καθήκον σου να λύσεις το ζήτημα με την επιτροπή». Τράβηξε απτην τσέπη του μια ασημένια ταμπακέρα, δώρο από την κόμισσα Σερόβα, εξαιρετικό σκάλισμα από τον ίδιο τον Φαμπερζέ. Έδωσε ένα τσιγάρο στον Νταβίντοφ, πήρε κι αυτός ένα και τάναψε και τα δυο με τον αναπτήρα του, καλύπτοντας τη φλόγα με το χέρι του επειδή φύσαγε προσπαθώντας να δημιουργήσει μια φιλική ατμόσφαιρα.
«Υπουργέ, μην κάνεις πίσω τώρα. Εσύ είσαι αυτός που αποφασίζει τις ενέργειες της επιτροπής, το ξέρουμε κι οι δυο αυτό».
«Η άποψη της επιτροπής είναι να-»
«Γάμησε τη την άποψη της επιτροπής», τον έκοψε ο Γιενς.
Πέταξε ψηλά την ταμπακέρα κι αυτή αφού διέγραψε ένα τόξο στον αέρα πήγε και προσγειώθηκε με θόρυβο στα πόδια της γυναίκας. Εκείνη τρόμαξε και παραπάτησε, πέταξε κάτω τον άδειο κουβά της κι άρπαξε την ασημένια ταμπακέρα. Έτρεξε και χώθηκε μες στο χαμόσπιτο, όπως ο σκύλος που έχει αρπάξει κόκαλο.
«Έχουμε κάνει μια συμφωνία», συνέχισε ο Γιενς. «Όταν αποκτήσεις την κυριότητα, θα δώσεις εντολή να δοθούν κονδύλια από την κυβέρνηση για να επεκταθεί το αποχετευτικό μέχρι του χρόνου».
Ο Νταβίντοφ άναψε ένα τσιγάρο κι ατένισε τη χέρσα γη με τα σπαρμένα εδώ κι εκεί σκουριασμένα σίδερα και τα σπασμένα ξυλοκρέβατα.
«Δεν είναι το ίδιο», είπε με πονεμένη φωνή. «Χωρίς εκείνη».
«Ακούω», είπε ήρεμα ο Γιενς, «ότι σίγουρα δεν είναι το ίδιο. Για σένα, εννοώ».
Κάτι στον τόνο της φωνής του ξάφνιασε τον Νταβίντοφ.
«Τι;» ζήτησε επιτακτικά να μάθει. «Τι έχεις ακούσει;»
«Ότι ο αδελφός της γυναίκας σου είχε ένα σωρό χρέη στα χαρτιά. Ότι στη διαθήκη της του αφήνει όλα της τα χρήματα για να τα ξεπληρώσει». Η φωνή του ήταν πολύ ευγενική. «Ότι εσύ, υπουργέ, πρέπει να κάνεις σοφές επενδύσεις προκειμένου να αναπληρώσεις τα χαμένα. Θα πρέπει να ήταν μια γερή μπουνιά για σένα αυτό το πράγμα».
Εννοούσε τα χρήματα, δεν εννοούσε το θάνατο της. Δεν θα μπορούσε να αναφερθεί στο θάνατο της. Ένιωθε λες κι είχαν κολλήσει γυαλιά στο λαιμό του.
Ο Νταβίντοφ έβγαλε μια τολύπη καπνού που ενώθηκε με τις νιφάδες του χιονιού που έπεφταν.
«Είσαι απίστευτα καλά ενημερωμένος», του είπε ξερά.
«Υπουργέ, ας κάνουμε όπως συμφωνήσαμε. Μπορείς να υποτάξεις την επιτροπή στη θέληση σου. Είσαι καλός σαυτό».
Σταμάτησε εκεί. Είχαν ειπωθεί αρκετά. Ξανάρχισε να βηματίζει στη χέρσα γη σημειώνοντας νούμερα με τα παγωμένα του δάχτυλα.
«Είναι κάπως καλύτερα σήμερα;» «Έλα μαζί μου».
Η Κάτια τσούλησε το αναπηρικό καροτσάκι με επιδέξια χέρια και πολύ γρήγορα βρέθηκαν σένα φαρδύ διάδρομο γεμάτο με παλιές μεταξωτές ταπετσαρίες.
Ο Γιενς την ακολουθούσε ενώ οι ρόδες απ’ το καροτσάκι χώνονταν σε ένα σκούρο χρυσολαδί χαλί. Πάντα την έβλεπες την Κάτια, όπου κι αν ήταν. Πάντα την άκουγες, όπου κι αν πήγαινε. Δεν ήταν δυνατόν να κινηθεί αθόρυβα, με διακριτικότητα - εκεί που ζούσε υπήρχε ένας κόσμος που έβλεπε μόνο το πάνω μέρος του κεφαλιού της κι εκείνη για να τους κοιτάξει στα μάτια έπρεπε να τεντώσει το λαιμό της. Ο Γιενς αγνοούσε εντελώς αυτό το είδος του κόσμου.
«Κάτια», της είπε γελαστός, «τρέχεις σαν το λύκο που κυνηγά τη λεία του. Για να σε προλαβαίνω θα πρέπει να κολλήσω πάνω μου με οξυγονοκόλληση μεταλλικά ροδάκια».
Εκείνη γέλασε και βάλθηκε να τσουλάει ακόμη πιο γρήγορα, κι αυτός αναγκάστηκε να τρέχει για να είναι δίπλα της, αλλά κοκάλωσε όταν έφτασε σταφτιά του η μουσική.
Τον χτύπησε κατάστηθα σαν να έφαγε μια δυνατή γροθιά.
Η μουσική χωνόταν κάτω απτην πόρτα, ένα χαρούμενο λαϊκό ρωσικό τραγούδι που ξεχείλιζε ζωντάνια. Η Κάτια κοίταξε πάνω από τον ώμο της κουνώντας τις ξανθιές της μπούκλες και του χαμογέλασε.
«Έλα, δεν δαγκώνει».
«Δεν θέλω να την ενοχλήσω».
«Δεν θα την ενοχλήσεις», του είπε κι έσπρωξε την πόρτα.
Η Βαλεντίνα σηκώθηκε από το σκαμνάκι του πιάνου. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο ασημί φόρεμα που πέφτε φαρδύ πάνω της. Είχε αδυνατίσει πάρα, μα πάρα πολύ. Του άπλωσε το χέρι της. Εκείνος πήρε τα δάχτυλα της, απαλά σαν πούπουλα, μες στα δικά του κι ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό να τον πνίγει. Για ένα λεπτό δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει αλλά εξακολουθούσε να της κρατάει το χέρι.