Выбрать главу

«Γιενς», του είπε εκείνη και του χαμογέλασε.

Τα σκούρα της μάτια φάνταζαν πελώρια πάνω στο πρόσωπο της, οι σκιές στα ρουφηγμένα της μάγουλα είχαν μεγαλώσει, το δέρμα της ήταν τόσο διάφανο που ο Γιενς μπορούσε να διακρίνει τις λεπτές της φλέβες. Αλλά τα μαλλιά της κυμάτιζαν απαλά κι αυτός με το ζόρι κρατήθηκε να μην ταγγίξει.

«Γιενς.» του είπε για άλλη μια φορά.

«Καλημέρα, Βαλεντίνα. Χαίρομαι που σε βλέπω καλά μετά την αδιαθεσία σου».

«Αδιαθεσία;» Τον κοίταξε με σηκωμένο το ένα της φρύδι. «Αυτό λες να ήταν; Γιατί εγώ ακόμη αναρωτιέμαι».

Εκείνος χαμογέλασε κι η ματιά του χάιδεψε το πρόσωπο της. Αν την έκλεινε μέσα στην αγκαλιά του και πίεζε το εύθραυστο κεφάλι της πάνω στο στήθος του, λες να τον χαστούκιζε; Το παρατραβάς, Δανέ μηχανικέ υπονόμων. Εσύ, πνίχτη γυναικών. Εσύ, παρατηρητή των αστεριών. Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου.

Λες έτσι να του λέγε; Και τι θα λέγε άραγε αν την άρπαζε, την έχωνε κάτω από το μπράτσο του κι έβγαινε τρέχοντας απ’ το σπίτι σαν τον κλέφτη που έχει αρπάξει ένα χαλί; Λες να πετάριζε τα μάτια της και να έσκαγε στα γέλια; «Βαλεντίνα, σε παρακαλώ, θα μου παίξεις κάτι;»

«Για να το κάνω χρειάζομαι το χέρι μου».

Εκείνος κοίταξε το λεπτεπίλεπτο χ£ρι της μες στο δικό του, της φίλησε τα δάχτυλα και το άφησε.

«Τι θα ήθελες να σου παίξω;»

«Διάλεξε εσύ».

«Παίξε κάτι του Σοπέν», πρότεινε η Κάτια.

Η Βαλεντίνα κούνησε ελαφρά το κεφάλι.

«Ξέρω τι θα παίξω. Και νομίζω ότι θα σου ταιριάζει».

Ξανακάθισε στο πιάνο, με την πλάτη της γυρισμένη σ εκείνον, αλλά αυτός πήρε μια καρέκλα και την έβαλε απέναντι της για να μπορεί να βλέπει το πρόσωπο της. Η Κάτια βόλεψε το καροτσάκι της, όπως πάντα, δίπλα στο παράθυρο και κοίταξε τα γυμνά σαν σκελετούς δέντρα. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, έστεκε σιωπηλό αν και πολύχρωμο, ανέλπιστα οικείο με το μεγαλοπρεπές πιάνο με ουρά να δεσπόζει εκεί μέσα. Η μικροσκοπική φιγούρα της Βαλεντίνας φάνταζε σαν νάνος κι αυτή για λίγο απόμεινε σιωπηλή, λες κι η σιωπή ήταν μέρος του κομματιού που θα παιζε.

Έπαιξε κάτι βαρύ και δύσκολο, κάτι που εκείνος δεν είχε ξαν’ ακούσει, ένα δυσνόητο κομμάτι, με τα δάχτυλα της να πετούν πάνω στα πλήκτρα με μια ρυθμική σιγουριά που έδειχνε ναψηφά τα πάντα. Τον συνάρπασε, άνοιξε διάπλατα πόρτες μέσα του κι έκλεισε δια παντός κάποιες άλλες, ταρακούνησε τα συναισθήματα του και του έβγαλε αγκάθια που ήταν χωμένα βαθιά. Ναι, είχε δίκιο η Βαλεντίνα. Αυτό το κομμάτι του ταίριαζε. Ταίριαζε με τη διάθεση του εκείνες τις ημέρες τούτη η ζοφερή και σκοτεινή μελωδία, ίδια με τα φιδογυριστά τούνελ που εκείνος είχε χτίσει - και παραλίγο να τη θάψουν ζωντανή.

Μα πώς το ήξερε; Τι διέκρινε σαυτόν η Βαλεντίνα; Η μουσική σταμάτησε απότομα. Τα χέρια της στάθηκαν πάνω από τα πλήκτρα, ανυπόμονα να ξαναρχίσουν να παίζουν, αλλά εκείνη κρατήθηκε.

«Της μίλησες;» τον ρώτησε.

Εκείνος δεν τη ρώτησε ποια εννοούσε.

«Ναι, βέβαια. Μίλησα στην κόμισσα Σερόβα».

«Άρα τακτοποιήθηκε το θέμα;»

«Ναι».

«Ωραία».

Τα μάτια της τον κοίταξαν προσεκτικά απτην κορφή μέχρι τα νύχια, σαν να έψαχναν κάτι παράξενο να βρουν, και μετά ξανάρχισε να παίζει.

Της μίλησες; Ναι, βέβαια. Μίλησα στην κόμισσα Σερόβα.

Την είχε αποκαλέσει με το μικρό της όνομα, Ναταλία, στον κήπο της ένα παγωμένο αλλά ηλιόλουστο πρωινό, με το χιόνι να σκεπάζει τα πάντα. Κατηφόριζαν το μονοπάτι, το χέρι της Ναταλίας κρεμασμένο στο μπράτσο του, κι αυτή να φλυαρεί ακατάπαυστα. Ασυνήθιστο γιαυτήν, κι ας αντιδρούσε νευρικά στη σιωπή. Από τη βόμβα και μετά εκείνη φερόταν έτσι, ενώ εκείνος ένιωθε την ένταση να μεγαλώνει ανάμεσα τους. Η ματιά του ήταν καρφωμένη στον Αλεξέι που έτρεχε μες στο χιόνι μαζί με το κουτάβι του. Το κουτάβι όταν μεγάλωνε θα γινόταν καλό κυνηγόσκυλο, ο Γιενς ήταν σίγουρος. Δεν ήταν, όμως, το ίδιο σίγουρος και για το παιδί. Η φασαρία που έκανε μεταμόρφωνε τις σιωπές, το γέλιο του ζέσταινε τον παγωμένο αγέρα κι έκανε τον Γιενς να χαμογελάει. Τελευταία δεν τα κατάφερνε και πολύ να χαμογελάει. Οι υπόνομοι είχαν βάλει το χεράκι τους.

«Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις τόσο ευτυχισμένο τον Αλεξέι», είπε.

«Παραδέχομαι ότι είχες δίκιο. Το κουτάβι είναι ήδη ο καλύτερος του φίλος». Πασπάτεψε με τα δάχτυλα της το μανίκι του. «Γιενς, ό,τι κι αν έχεις έρθει σήμερα να μου πεις, πες το να τελειώνουμε. Βαρέθηκα να περιμένω». Τύλιξε γύρω της το γούνινο παλτό της λες κι ήταν η πανοπλία «Ναταλία, λυπάμαι πολύ». Ήταν ειλικρινής μαζί της, μέχρι ωμότητας ειλικρινής. Κι ήταν η μόνη του επιλογή με μια γυναίκα σαν την κόμισσα, συνηθισμένη να αποκτά οτιδήποτε της έκανε κέφι. «Εμείς οι δυο τελειώσαμε».

Το χέρι της δεν κουνήθηκε από το μπράτσο του, αλλά για ένα και μόνο δευτερόλεπτο το σαγόνι της τρεμόπαιξε.