Της ξέφυγε ένα σιγανό βογκητό κι αμέσως μετά τον κοίταξε παγερά.
«Καταλαβαίνω», του είπε. «Πόσο ανιαρό εκ μέρους σου.
Ποια είναι;»
«Ποια;»
«Μη μ’ εμπαίζεις».
«Τη λένε Βαλεντίνα».
«Αχά! Αυτή που παριστάνει την πιανίστρια. Αυτή που ήταν μαζί σου στον υπόνομο. Αυτή η Βαλεντίνα;»
Εκείνος κατένευσε κοφτά. Δεν σκόπευε να συζητήσει για κείνη μαζί της. Ευγενικά έβγαλε το χέρι της Ναταλίας απ’ το δικό του και φώναξε τον Αλεξέι. Έσκυψε κι άρχισε να ρίχνει χιονόμπαλες μια στο κουτάβι και μια στο αγόρι που είχε σκάσει στα γέλια. Ο Γιενς ήθελε να δώσει χρόνο στη Ναταλία να ξαναγίνει κόμισσα. Όταν έφτασαν στο σπίτι, σταμάτησε.
αΔεν θα έρθεις μέσα;» τον ρώτησε εκείνη. «Για ένα ζεστό κονιάκ;»
«Δεν νομίζω».
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αδιάφορα. «Πολύ καλά».
«Αλλά κάποια στιγμή θα τηλεφωνήσω, αν μου το επιτρέπεις».
«Για το παιδί. Νοιάζεσαι πιο πολύ για το παιδί παρά για μένα». Η λεπτή κλωστή που τους κρατούσε ενωμένους ήταν κάτι παραπάνω από έτοιμη να κοπεί. «Μερικοί νομίζουν ότι εσύ είσαι ο πατέρας του», του είπε τσιτωμένη.
«Φταίνε τα πράσινα μάτια».
«Εσύ κι εγώ όμως ξέρουμε ότι κάνουν λάθος».
«Τότε λοιπόν γιατί; ασχολείσαι συνέχεια μαζί του;»
Κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπο της, το αλαζονικό σχήμα του στόματος της, την ευφυΐα την κρυμμένη πίσω από τα γκρίζα της μάτια κι ένιωσε μια σπίθα θυμού να φουντώνει μέσα του.
«Γιατί αν δεν το κάνω εγώ», της αποκρίθηκε, «δεν θα το κάνει κανένας άλλος».
Ο Γιενς έχασε την αίσθηση του χρόνου. Η μουσική τον είχε συναρπάσει. Όταν σταμάτησε, από μέσα του βγήκε ένας βαθύς αναστεναγμός. Ένιωθε λες κι έτρεχε με το άλογο του για πολλή ώρα μες στο δάσος. Γεμάτος ευεξία, πιο ζωντανός.
«Βαλεντίνα, ήταν υπέροχο. Σ’ ευχαριστώ πολύ».
Εκείνη απόμεινε ακίνητη στο σκαμπό της κι ο Γιενς έβλεπε το στήθος της νανεβοκατεβαίνει καθώς ανάσαινε.
Χωρίς να τον κοιτάζει τον ρώτησε: «Πώς είναι ο τοπογράφος;»
«Αναρρώνει μια χαρά», είπε με ζωηρό ύφος. «Δεν τον απέλυσα διότι μπορεί να κάνει μια χαρά τη δουλειά του γραφείου».
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε έντονα. Τι ήταν αυτό που είχε ακούσει πίσω από τις προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις του; Αλλάζοντας εντελώς απότομα διάθεση γύρισε στο πιάνο κι άρχισε να παίζει ένα πολύ ρυθμικό Ταϊκό τραγούδι της Ρωσίας που ξεχείλιζε από ενέργεια.
«Κοιτάξτε!» είπε η Κάτια κι έδειξε έξω από το παράθυΡ° «Θεέ μου!» είπε ο Γιενς και κόντεψε να πέσει απτην καρέκλα του.
Εκεί έξω στην παγωνιά, ένας μεγαλόσωμος νεαρός χόρευε έναν άγριο κοζάκικο χορό. Λύγιζε μέχρι κάτω τα γόνατα του, κλοτσούσε τα πόδια του με το γνωστό χαρακτηριστικό στιλ κι είχε σταυρωμένα τα χέρια του πάνω στο στήθος. Μετά στεκόταν στις μύτες του ενός ποδιού του και στριφογύριζε, κλοτσούσε και πηδούσε ψηλά.
«Ο Λιεβ Ποπκόφ», είπε γελώντας η Βαλεντίνα.
Το τραγούδι τελείωσε, γέλια και δυνατά παλαμάκια ακούστηκαν, ο Κοζάκος έκανε μια ευγενική υπόκλιση κι απομακρύνθηκε, ενώ το χιόνι είχε αναλάβει να σκεπάζει πίσω του τις πατημασιές του.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν. Ο Γιενς δεν είχε ξανανιώσει ποτέ πριν τον υπόλοιπο κόσμο να φαντάζει τόσο μακρινός απαυτούς. Τα μάγουλα της Βαλεντίνας ήταν ξαναμμένα και γελούσε, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα μπήκε στο δωμάτιο.
«Μμ», είπε με ξινισμένο ύφος και κάρφωσε το βλέμμα της στον Γιενς. «Δεν είχα ιδέα ότι ήσασταν εδώ».
«Καλή σας ημέρα». Εκείνος σηκώθηκε και υποκλίθηκε.
«Ο Γιενς ήρθε για να μάθει πώς είναι η υγεία της Βαλεντίνας», βιάστηκε να πει η Κάτια.
«Χαίρομαι πολύ που τη βλέπω καλά», αποκρίθηκε εκείνος και χαμογέλασε. «Τόσες φροντίδες είναι εμφανές ότι δεν πήγαν χαμένες».
Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα παρατήρησε τα ξαναμμένα μάγουλα της κόρης της.
«Έχεις επισκέψεις», της ανακοίνωσε.
«Όποιος κι αν είναι, μαμά, πες του σε παρακαλώ ότι είμαι απασχολημένη».
«Δεν πρόκειται να το κάνω αυτό. Είναι ο λοχαγός Τσερνόφ. Σε περιμένει στο σαλόνι».
Η Βαλεντίνα τσιτώθηκε.
Για ένα δευτερόλεπτο ο Γιενς νόμισε ότι θα αρνιόταν να υπακούσει στην εντολή της μητέρας της. Του το χε υποσχεθεί: Δεν έχω καμία σχέση με το λοχαγό Τσερνόφ. Αλλά για ένα δέκατο του δευτερολέπτου κάτι διέκρινε στα μαύρα της μάτια, όταν αποφάσισε να μην τηρήσει την υπόσχεση της.
«Τι ευχάριστη έκπληξη», είπε παγερά και βγήκε από το δωμάτιο. «Ευχαριστώ πολύ για τον ανανά». Πέντε λέξεις που απόμειναν να αιωρούνται στον αέρα όταν πια εκείνη είχε φύγει.
18
Σκοτεινές παράλληλες αρμονίες.
Στη μουσική. Στη ζωή. Η Βαλεντίνα μπορούσε να τις νιώσει στις άκρες των δαχτύλων της, στα μυστικά περάσματα της καρδιάς της. Κάθισε εντελώς στητή σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας, ενώ τα μαγουλά της πονούσαν από την προσπάθεια που έκανε για να χαμογελάσει. Μάλιστα, λοχαγέ. Όχι, λοχαγέ. Πόσο ενδιαφέρον, λοχαγέ. Εκπληκτικό. Πόσο έξυπνος είστε.