Πόσο ασυγχώρητη είναι η ενοχλητική σας εμφάνιση στη ζωή μου.
Μες στο μυαλό της, πιασμένη λες από αγκίστρι, παρέμενε η εικόνα του προσώπου του Γιενς, όταν η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο της μουσικής κι ανήγγειλε την άφιξη του λοχαγού Τσερνόφ. Καμιά αρμονία εκείνη τη στιγμή, είτε παράλληλη είτε όπως αλλιώς. Μόνο σκοτάδι. Οι φαρδείς του ώμοι είχαν τραβηχτεί πίσω, σημάδι ότι τα νεύρα του ήταν έτοιμα να σπάσουν. Οι χορδές είχαν αρχίσει να πάλλονται επικίνδυνα. Βάλθηκε να τσαλακώνει και να ισιώνει με τα δάχτυλα της ένα κομμάτι ύφασμα από τη φούστα της.
«Δεν νιώθετε καλά;»
Η έκφραση ενδιαφέροντος που ζωγραφίστηκε στο γόητευτικό πρόσωπο του λοχαγού Τσερνόφ δεν κατάφερε να την απαλλάξει από τις μύχιες σκέψεις της.
«Όχι, είμαι πολύ καλύτερα, σπασίμπα».
«Χαίρομαι πάρα πολύ που το ακούω. Αναστατώθηκα όταν.»
«Τώρα πια έχω συνέλθει».
«Ωραία».
Του είχαν τελειώσει οι λέξεις. Ίσως γιατί το μυαλό του ήταν γεμάτο από σπαθιά και τουφέκια και στρατιωτικούς κανόνες και δεν είχε χώρο για άλλες λέξεις. Η στολή του ήταν αψεγάδιαστη και λαμπερή σέντονο κόκκινο χρώμα, με αστραφτερά γαλόνια, οι μπότες του τόσο γυαλισμένες, που έβλεπες τη μούρη σου πάνω τους λες κι ήταν καθρέφτης. Τα λευκά του γάντια ήταν αφημένα στην καρέκλα δίπλα του σαν να ταν άλλα δύο χέρια τα οποία εξακολουθούσε να πασπατεύει, να τα κουνάει λες κι ήθελε να τα ζωντανέψει. Ένιωθε νευρικότητα μπροστά της. Το στόμα του, κρυμμένο κάτω από το ξανθό του μουστάκι, δεν φανέρωνε τίποτα.
Μικρές σιωπές. Εύθραυστες ανάπαυλες στη συζήτηση.
Εκείνη ένιωθε ότι θα μπορούσε να τις αδράξει μέσα στα δάχτυλα της.
«Λοχαγέ, πείτε μου κάτι. Αν υπάρχει κάτι που θέλετε, πραγματικά το θέλετε, τι κάνετε για να το αποκτήσετε;»
«Αυτό είναι πολύ εύκολο. Το βάζω στο μυαλό μου και συγκεντρώνομαι σαυτό, όπως όταν οδηγώ το ιππικό μου με τα σπαθιά τραβηγμένα, έτοιμο για επέλαση. Χωρίς παρεκκλίσεις. Αφοσιωμένος στο σκοπό μου. Πάω για να σκοτώσω».
«Καταλαβαίνω».
Εκείνος έστριψε το ένα γάντι.
«Δεν εννοούσα ότι.»
Η Βαλεντίνα χαμογέλασε.
«Κατάλαβα τι εννοούσατε».
Εκείνος αναψοκοκκίνισε και τώρα έμοιαζε με σχολιαρόπαιδο αντί για τον εικοσιτριάχρονο λοχαγό στον ένδοξο ρωσικό στρατό του τσάρου Νικολάου.
«Και οι γυναίκες; Θα μπορούσαν κι εκείνες να κάνουν το ίδιο;»
Ο Τσερνόφ χτύπησε το μηρό του και γέλασε.
«Όχι. Αν μια γυναίκα θέλει πραγματικά κάτι, πρέπει να το ζητήσει από έναν άντρα».
Η Βαλεντίνα χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε τα χέρια «Υπάρχει κάτι», ρώτησε ο Τσερνόφ με πρόθυμο ύφος, «που θα θέλατε να κάνω για σας; Θα ήταν μεγάλη μου τιμή».
«Όχι». Αναγκάστηκε να τον κοιτάξει. «Πριν από λίγες εβδομάδες είδα τους απεργούς εργάτες να κάνουν πορεία στη Λεωφόρο Μόρσκαγια».
«Ταραχοποιοί, οι περισσότεροι από αυτούς. Τώρα έχουμε πάρει πιο σκληρές εντολές για να τους αντιμετωπίσουμε. Θα τους απωθήσουμε με το ιππικό αν το ξαναεπιχειρήσουν. Μην τους επιτρέπετε να σας αναστατώνουν, πρόκειται για άξεστους χωρικούς».
Εκείνη τον περίμενε να τελειώσει.
«Ανάμεσα στους διαδηλωτές υπήρχαν κι αρκετές γυναίκες».
«Έτσι μου είπαν».
«Γυναίκες που ήταν αφοσιωμένες στο σκοπό τους. Χωρίς παρεκκλίσεις. Πήγαιναν για να σκοτώσουν, προκειμένου να πάρουν αυτό που ήθελαν». Μίλησε ήρεμα κι ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα δείχνοντας του επιτέλους κάποιο ενδιαφέρον.
«Κάνουν ό,τι τους λένε οι άντρες τους. Μη νοιάζεστε εσείς - δεν πρόκειται να σας ενοχλήσουν περαιτέρω. Δεν πρόκειται να επιτρέψουμε την οποιαδήποτε αναρχία που θα απειλήσει τη σταθερότητα του έθνους. Για πόσο ακόμη θα απαιτούν αυτοί οι απεργοί; Τους έχει παραχωρηθεί μια δική τους Δούμα κι αυτό θα πρέπει να τους είναι αρκετό. Αλλά αντί γι’ αυτό, όπως προφήτεψε κι ο πατέρας μου, όσο πιο πολλά τους δίνεις τόσο πιο πολλά θέλουν».
«Ευχαριστώ πολύ που μου το εξηγήσατε, λοχαγέ. Δηλαδή την επόμενη φορά που θα κάνουν πορεία, εσείς θα τους απωθήσετε και θα επιτεθείτε με τα σπαθιά και τα τουφέκια και στις γυναίκες;»
Το πρόσωπο του ξαφνικά σκοτείνιασε.
«Δεν θεωρώ ότι θα πρέπει να συζητάμε τέτοια ζητήματα εσείς κι εγώ. Μια δεσποινίδα δεν πρέπει νασχολείται με τέτοια πράγματα». Τα δάχτυλα του έπαψαν να κουνιούνται. «Μια δεσποινίδα θα έπρεπε ναπασχολεί το μυαλό της με άλλα πιο ευχάριστα θέματα. Για παράδειγμα, σήμερα ήρθα να σας καλέσω σε γεύμα».
«Τιμή μου, λοχαγέ», είπε η Βαλεντίνα σεμνά.
«Δεν είναι εδώ».
«Νόμιζα ότι θα περίμενε».
«Γιατί το νόμιζες αυτό;» ρώτησε η Κάτια.
«Γιατί.» Η Βαλεντίνα κοίταξε γύρω γύρω στο δωμάτιο μουσικής μήπως ο Γιενς μπορεί να ήταν κρυμμένος κάτω από καμιά καρέκλα. «Γιατί ήθελα να του εξηγήσω».