Выбрать главу

Γιενς, σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις ότι πρέπει να βγω με τον Τσερνόφ.

Προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Τη θέλω τη δουλειά της νοσοκόμας. Τη χρειάζομαι. Σε παρακαλώ, Γιενς, μη μου τη στερήσεις.

«Γυάλισες ποτέ σου παπούτσια, όπως αυτά εδώ τα παιδιά;»

Ο Αρκίν ξαφνιάστηκε με τούτη την ερώτηση. Οδηγούσε το αυτοκίνητο με την Ελιζαβέτα Ιβάνοβα στο πίσω κάθισμα και περνούσαν δίπλα από τον καθεδρικό ναό του Αγίου Ισαάκ κι ο περίφημος χρυσός τρούλος του θύμισε αμέσως τον πατέρα Μορόζοφ. Ένας τόσο έξυπνος και μορφωμένος άντρας να είναι καταδικασμένος να ζει σε μια χαμοκέλα και να φοράει μπότες φτιαγμένες από τον ίδιο, γεμάτες τρύπες.

«Λοιπόν, Αρκίν;» ξαναρώτησε η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα.

«Όχι, μαντάμ». Μόλις είχαν περάσει τέσσερις λουστράκους στην πλατεία, απασχολημένους με τις βούρτσες τους και με αυθάδικα χαμόγελα στις μούρες τους, πεινασμένους για καπίκια. «Εγώ μεγάλωσα σε αγρόκτημα».

Πίσω του άκουσε ένα επιδοκιμαστικό επιφώνημα, λες κι η ζωή στη φάρμα να ήταν κάτι πολύ ωραίο.

«Τι σέκανε να φύγεις;» τον ρώτησε.

«Το δέλεαρ της μεγάλης πόλης».

«Παραδέχομαι ότι η Πετρούπολη είναι πολύ όμορφη. Είναι ανάλογη των προσδοκιών σου;»

«Μάλιστα», είπε ψέματα εκείνος. Αλλά η Ελιζαβέτα δεν ξεγελιόταν εύκολα. Έβαλε τα γέλια.

«Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένος εδώ», του είπε ύστερα από λίγη σκέψη, «που δουλεύεις για το σύζυγο μου».

«Ασφαλώς. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι καλύτερο».

«Ελπίζω να λες αλήθεια, Αρκίν, και να μην το λες μόνο και μόνο για να μευχαριστήσεις».

«Αλήθεια λέω».

Με το ένα μάτι στο δρόμο έστριψε λίγο το κεφάλι του και της έριξε μια ματιά, όπως ήταν τυλιγμένη στο μαύρο γούνινο παλτό της, γυαλιστερό σαν το τρίχωμα του πάνθηρα. Η γυναίκα χαμογελούσε. Παραδόξως, του άρεσε αυτό που είδε.

«Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη».

Από τον τρόπο που το είπε, εκείνος κατάλαβε αμέσως ότι δεν είχε να κάνει σε τίποτα με το σοφεριλίκι του.

«Μαντάμ, είμαι πάντα στις υπηρεσίες σας».

«Σταμάτα για ένα λεπτό».

Εκείνος σταμάτησε σε μια στροφή απέναντι από ένα πάγκο με ψάρια. Η μυρωδιά της ψαρίλας γέμισε το αυτοκίνητο. Στριφογύρισε στο κάθισμα του και πρόσεξε το μικρό δαντελωτό μαντίλι που είχε φέρει στη μύτη της η Ελιζαβέτα.

«Μαντάμ, τι μπορώ να κάνω για σας;»

Τα μάτια της πλανήθηκαν πάνω του για ένα λεπτό κι εκείνος διέκρινε μιαν αβεβαιότητα. Αναρωτιόταν πόσο θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί.

«Είναι ένα. λεπτό θέμα», του είπε και τα μαγουλά της κοκκίνισαν. Κοίταξε μακριά και καθώς κουνήθηκε τα μαύρα φτερά του καπέλου της τρεμόπαιξαν. «Δεν ξέρω άλλον που να μπορώ να του το ζητήσω».

«Είμαι εχέμυθος», της είπε ήρεμα ο Αρκίν.

Σκέφτηκε εκείνες τις φορές που είχε βάλει στο αυτοκίνητο τις νεαρές ερωμένες του υπουργού ή τότε που είχε πάει τον εργοδότη του στο αγαπημένο του μπορντέλο, «Το Χρυσό Μήλο», όπου η Γαλλίδα Τσιγγάνα, η νεαρή Μιμή, περίμενε τον υπουργό για να του κάνει τα χατίρια. Μα ναι, ο Αρκίν ήξερε να κρατάει το στόμα του κλειστό.

«Αν μπορώ, θέλω πολύ να σας βοηθήσω», προσφέρθηκε.

Η ματιά της έπεσε στο γαντοφορεμένο χέρι του που ήταν απλωμένο στη ράχη του καθίσματος σαν να περίμενε την απάντηση της. Ξεροκατάπιε.

«Θέλω νανακαλύψεις αν η μεγαλύτερη κόρη μου. συναντιέται με κάποιον».

Ο Αρκίν παραλίγο να βάλει τα γέλια. Εκείνη ήθελε να τον κάνει κατάσκοπο της Οχράνας. Τι ειρωνεία.

«Ποιο είναι το πρόσωπο;» ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον.

«Ο Δανός μηχανικός με τον οποίο παγιδεύτηκε στους υπονόμους. Το όνομα του είναι Γιενς Φρίις».

Ώστε αυτό ήταν. Ξαφνικά ένιωσε λύπη για τούτη την περήφανη γυναίκα που ήταν αναγκασμένη να χώνει τη μύτη της στη ζωή της κόρης της.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ», της αποκρίθηκε, ενώ τα μάτια της έφυγαν απ’ το χέρι του και πήγαν στο πρόσωπο του.

«Καταλαβαινόμαστε, έτσι;» τον ρώτησε.

«Απολύτως».

Η Ελιζαβέτα του χαμογέλασε, αλλά εκείνος θύμισε στον εαυτό του ποια ήταν και τι αντιπροσώπευε. Δεν ήθελε να τη συμπαθήσει.

«Μαντάμ, μπορώ τώρα να ξεκινήσω;» τη ρώτησε με ύφος άκρως τυπικό.

«Ναι». Μα καθώς εκείνος γύρισε να πάρει το γεμάτο χιόνια δρόμο, πρόσθεσε με σιγανή φωνή: «Σου είμαι ευγνώμων, Αρκίν. Γι’ αυτό. και για την άλλη φορά που ήμουν-»

«Χαρά μου, μαντάμ», τη διέκοψε αυτός.

Προτιμούσε να μην το σκέφτεται καθόλου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να λυπάσαι τον ταξικό σου εχθρό. Είναι επικίνδυνο. Κι ο Αρκίν δεν μπορούσε ακόμα να το διαχειριστεί αυτό το συναίσθημα.

Το πρωινό έλαμπε κρυστάλλινο σαν κςλογυαλισμένο ποτήρι. Ούτε ένα τόσο δα κουρελάκι ομίχλης, μονάχα ο ατέλειωτος θόλος του ουρανού κι ο αέρας που μύριζε θάλασσα.