Ο Αρκίν όμως ήταν πολύ ανήσυχος. Στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητο, το «Τουρικούμ», που έλαμπε σαν αλκυόνα κάτω απ’ το λαμπερό φως του ήλιου. Περίμενε τη Βαλεντίνα να κάνει την εμφάνιση της.
«Καλημέρα, Αρκίν».
«Καλημέρα, δεσποινίς Βαλεντίνα». Του φάνηκε χλομή κι αδύνατη. Φορούσε ένα απλό παλτό και μαντίλι στο κεφάλι της, κι υπήρχε μια νευρικότητα στο βάδισμα της σαν να βιαζόταν.
«Δεσποινίς Βαλεντίνα, χαίρομαι πολύ που σας βλέπω καλά».
Το σχόλιο την εξέπληξε.
«Σ’ ευχαριστώ, Αρκίν».
«Ελπίζω η δεσποινίς Κάτια να σας έλεγε τα περαστικά μου όταν ήσασταν άρρωστη».
«Ναι, Σ’ ευχαριστώ».
Στεκόταν εκεί ακίνητος, είχε ξεχάσει το αυτοκίνητο. Η Βαλεντίνα ετοιμάστηκε να μπει μέσα, αλλά αυτός σήκωσε το χέρι του και χωρίς να την αγγίξει την ανάγκασε να σταματήσει.
«Τι συμβαίνει, Αρκίν;»
«Οι άνθρωποι που προκάλεσαν την έκρηξη στο τούνελ δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να βλάψουν εσάς. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν συγκεκριμένο στόχο - απλώς εσείς βρεθήκατε στο δρόμο τους». Ήθελε να το ξέρει.
«Για πες μου λοιπόν, Αρκίν, ποιος είναι ο στόχος τους;»
Εκείνος χαμήλωσε τη φωνή του.
«Ο στόχος τους είναι να χτίσουν μια καινούργια και πιο δίκαιη κοινωνία. Θέλουν να ρίξουν τον τσάρο και όχι να θέσουν σε κίνδυνο νέες γυναίκες».
«Κι εσύ, Αρκίν, αυτό θέλεις; Να πέσει ο τσάρος;»
«Όχι, δεσποινίς Βαλεντίνα».
«Ωραία. Γιατί αν πίστευες κάτι τέτοιο θα έπρεπε να σε συλλάβουν».
Τον προσπέρασε και κάθισε στο γυαλιστερό μπλε δερμάτινο κάθισμα κοιτάζοντας ίσια μπροστά. Εκείνος γύρισε τη μανιβέλα του αυτοκινήτου για να το βάλει μπροστά. Κανείς τους δεν μίλησε.
Η Βαλεντίνα ήταν πολύ ευχαριστημένη που κατέβηκε από το «Τουρικούμ» δυο χιλιόμετρα πριν από το νοσοκομείο, και μετά έστειλε το αυτοκίνητο στο σπίτι για να το χρησιμοποιήσει η μητέρα της. Απόλαυσε τη σύντομη διαδρομή και προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη όσα σκόπευε να πει τώρα κι όχι όσα είπε την προηγούμενη φορά. Μπήκε στο νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας κι ακολούθησε την ίδια διαδικασία όπως την άλλη φορά: Τσεκάρισε το όνομα της στον πίνακα και προχώρησε στο διάδρομο, παράλληλα με την πράσινη γραμμή του σχισμένου λινέλαιου φτάνοντας στην πόρτα που έγραφε: «ΓΚΟΡΝΤΑΝΣΚΑΓΙΑ». Χτύπησε.
«Περάστε».
Ό,τι κι αν περίμενε να δει δεν είχε καμιά σχέση μαυτό που είδε: Η πληθωρική φιγούρα της προϊσταμένης Γκορντάνσκαγια εγκλωβισμένη μες στη λευκή στολή κι ακόμη πιο φουσκωμένη από την τελευταία φορά, σκυμμένη μπροστά σε μια σειρά από αρχειοθήκες με μια μακριά τσιμπίδα ανάμεσα στα δάχτυλα της. Η ματιά που έριξε στη Βαλεντίνα δεν κράτησε περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο.
«Αχά, μάλιστα, η μικρή αριστοκράτισσα που νομίζει ότι μπορεί να γίνει νοσοκόμα». Χαμογέλασε στον καθρέφτη που ήταν στερεωμένος πάνω από την αρχειοθήκη, αλλά δεν υπήρχε κανένα αστείο. Η Βαλεντίνα κατάλαβε ότι επιθεωρούσε ένα δόντι της στο πλάι, μαύρο και σπασμένο.
«Καλημέρα, προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια».
«Ξέρεις τίποτα από δόντια;»
«Όχι, προϊσταμένη».
«Άρα δεν μου είσαι χρήσιμη, έτσι δεν είναι;»
«Είμαι καλή στις τσιμπίδες».
«Ορίστε». Η γυναίκα έδωσε το εργαλείο στη Βαλεντίνα.
Η Βαλεντίνα το πήρε κι αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν ένα είδος τεστ της προϊσταμένης προς τις μέλλουσες νοσοκόμες. Μα αν ήταν, δεν θα πρεπε να της είχε μείνει δόντι για δόντι.
«Να υποθέσω ότι έχεις φίλους σε υψηλές θέσεις», είπε η Γκορντάνσκαγια χωρίς μνησικακία σαν να ταν κάτι δεδομένο. «Μα ασφαλώς και έχεις. Για κοιτάξου λίγο». Γέλασε τόσο πολύ, που τα μαγουλά της πήγαν κι ήρθαν. «Δεν μπορείς να κρυφτείς πίσω από ένα κεφαλομάντιλο κι ένα ζευγάρι γάντια απαυτά που φοράνε οι υπηρέτριες. Ξέρω ποια είσαι».
«Δεν κρύβομαι».
«Σίγουρα;»
«Θέλω να γίνω νοσοκόμα, να κάνω κάτι παραπάνω στη ζωή μου από το να τακτοποιώ τα λουλούδια και να σερβίρω τσάι. Σας ορκίζομαι ότι μπορώ να δουλεύω σκληρά κι έχω ήδη διαβάσει το βιβλίο του Ντουπιέρ σχετικά με την ανθρώπινη ανατομία. Φρόντιζα τη μικρότερη αδελφή μου κι έχω εξασκηθεί στην επίδεση τραυμάτων».
«Μιλάς πολύ. Έτσι κάνετε πάντα εσείς οι μορφωμένοι.
Να μάθεις να κρατάς το στόμα σου κλειστό».
Η Βαλεντίνα ένευσε καταφατικά.
«Μάλιστα, προϊσταμένη».
«Αν πήγαινες στο στρατό εγώ θα σε αποκαλούσα τροφή για τα κανόνια, αλλά εδώ εσύ -κι άλλα κοριτσόπουλα σαν και του λόγου σου- θα είσαι για ναδειάζεις πάπιες. Αυτό θα κάνεις τις περισσότερες ώρες κι αυτό είναι που στο τέλος θα σε ξεκάνει. Οι περισσότερες από εσάς θαδειάζετε πάπιες. Μεγαλόχαρη μου, γιατί δεν μου στέλνεις μερικές νέες γυναίκες που να πιάνουν τα χέρια τους; Και μου στέλνεις αυτά τα μαμμόθρεφτα;»