Η Βαλεντίνα δεν έβγαλε λέξη.
Η Γκορντάνσκαγια της άρπαξε το ένα χέρι, το γύρισε απτην άλλη και με τον αντίχειρα της ψηλάφισε τη χλομή της χούφτα. Η Βαλεντίνα ένιωσε σαν ζώο που επρόκειτο να το πουλήσουν στο παζάρι.
«Δέρμα λευκό σαν τις ρώγες του μικρού γουρουνιού». Η προϊσταμένη κούνησε το κεφάλι της. «Αλλά εδώ βλέπω κάτι σαν κάλους. Πώς τους έκανες αυτούς;»
«Παίζω πιάνο».
Η Γκορντάνσκαγια κόντεψε να πνιγεί από το γέλιο, γέλιο σκληρό και περιφρονητικό.
«Θεέ μου, δώσε μου δύναμη». Απότομα άνοιξε διάπλατα το στόμα της και ξεπρόβαλε ένα μαύρο δόντι που κρεμόταν. «Τράβηξε το».
Ένα κοφτό τράβηγμα με την τσιμπίδα και το μαύρο δόντι βγήκε σαν πρόκα από σάπιο ξύλο. Μια ρανίδα αίμα κύλησε και μια μυρωδιά από πύον ακολούθησε. Ανακούφιση ζωγραφίστηκε στο φαρδύ πρόσωπο της νοσοκόμας και της έδειξε την καρέκλα μπροστά απ’ το γραφείο της. Η Βαλεντίνα κάθισε κι ακούμπησε την τσιμπίδα με το δόντι μακριά από την Γκορντάνσκαγια.
«Ο δόκτωρ Φεντόριν σε σύστησε σε μένα για να σεκπαιδεύσω», είπε κοφτά η Γκορντάνσκαγια. «Θα χρειαστώ τη συγκατάθεση των γονιών σου γιατί είσαι κάτω από είκοσι ετών. Διάβασε αυτό το έντυπο xau. δώστους το να το υπογράψουν». Και μετά πρόσθεσε μένα χαιρέκακο χαμόγελο: «Να υποθέσω ότι ξέρεις να διαβάζεις και να γράφεις;»
«Προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια», είπε η Βαλεντίνα, «να υποθέσετε ότι μπορώ να κάνω τα πάντα».
19
Τελικά είναι παράξενο το πόσο εύκολα μπορείς να φέρεις τούμπα ολόκληρο τον κόσμο. Όταν η Βαλεντίνα ξαναπερπάτησε πάνω στο γεμάτο λεκέδες πράσινο δάπεδο και κατέβηκε τα μπροστινά σκαλοπάτια του νοσοκομείου, τίποτα δεν ήταν ίδιο, λες κι είχε καθρεφτιστεί λίγο πριν σ’ έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, αλλά τώρα ήταν όλα ξανά πεντακάθαρα. Η καρδιά της την έσφιγγε, χτυπούσε σαν τύμπανο δυνατά μες στ’ αφτιά της.
Λίγο πριν φύγει είχε σταματήσει μπροστά στη βαριά πόρτα ενός από τους θαλάμους κι είχε κοιτάξει μέσα από το τζάμι, έκπληκτη από το τεράστιο μέγεθος του χώρου. Έμοιαζε να μην είχε τέλος, γεμάτος με μια ατέλειωτη σειρά από κρεβάτια σαν μακριά λευκά φέρετρα. Είχε προσπαθήσει ν ανοίξει την πόρτα και να εισχωρήσει σαυτό τον άγνωστο κόσμο, όπου χλομά πρόσωπα ήταν ξαπλωμένα πάνω σε τσαλακωμένα μαξιλάρια. Μερικοί μιλούσαν, άλλοι ήταν ξαπλωμένοι ανάσκελα, σιωπηλοί και με τα μάτια τους κλειστά.
«Φύγε από μπροστά μου».
Μια νεαρή νοσοκόμα γρύλισε βγαίνοντας από το θάλαμο κρατώντας στα χέρια της ένα εμαγιέ μπολ γεμάτο με ματωμένους επιδέσμους.
«Τι χαζεύεις; Είναι ο φιλαράκος σου εκεί μέσα;» Το κορίτσι χασκογέλασε. «Μην ανησυχείς, τους φίλησα όλους για καληνύχτα. Ο αγαπημένος σου είναι σε καλά χέρια. Είμαι η αδελφή Ντάρια Σπατσιέβα, αν δεν το ξέρεις».
Ήταν ψηλότερη από τη Βαλεντίνα κι έμοιαζε σαν νυφίτσα με τα μεγάλα ζυγωματικά και τη μελαψή επιδερμίδα της Νότιας. Μαύρα τσουλούφια έβγαιναν κάτω απ’ το καπελάκι της στολής της, αλλά τα χέρια της φάνταζαν ικανά, χέρια χωριάτισσας αργασμένα από τη δουλειά. Το χαμόγελο της ήταν από καρδιάς. «Κατάπιες τη γλώσσα σου;» τη ρώτησε με απαιτητικό ύφος.
«Είμαι εδώ σαν εκπαιδευόμενη νοσοκόμα».
Η κοπέλα σήκωσε το μπολ και το έβαλε κάτω από τη μύτη της Βαλεντίνας. Έζεχνε.
«Πάρε μιαν ιδέα. Αυτό θα είναι το καινούργιο σου άρωμα όταν θα δουλεύεις εδώ».
«Έχω μυρίσει και χειρότερα».
Τα μαύρα μάτια της ατσούμπαλης νοσοκόμας αλληθώρισαν.
«Μη μου πεις μετά ότι δεν σε προειδοποίησα».
Η Βαλεντίνα χαμογέλασε.
«Δεν θα στο πω».
«Θα σε πεθάνουν τα πόδια σου».
«Τα πόδια μου είναι γερά». Εξαιτίας της ιππασίας όλα αυτά τα χρόνια. «Αν τα πράγματα είναι τόσο άσχημα, εσύ γιατί είσαι εδώ;»
Το κορίτσι σκούπισε το χέρι της στην ποδιά, προσθέτοντας άλλον ένα λεκέ μέσα στους τόσους άλλους.
«Μου τη δίνει ναρμέγω γαμημένες κατσίκες σένα γαμημένο βουνό». Άδραξε το μπολ κάτω από τη μασχάλη της, έτσι όπως θα γράπωνε κι ένα νεογέννητο κατσίκι, κι έφυγε γρήγορα με τα γεροδεμένα της πόδια.
Η Βαλεντίνα ποτέ πριν δεν είχε ακούσει άλλη γυναίκα να βρίζει έτσι. Χαμογέλασε και κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά της εισόδου του κτιρίου - και τότε είδε τον Γιενς. Στεκόταν ακίνητος και με αυστηρό ύφος στη σκιά ενός δέντρου με μοσχολέμονα, τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του, αγέλαστος. Την περίμενε.
Περπατούσαν δίπλα δίπλα χωρίς ναγγίζονται. Εκείνη έπρεπε να περπατάει γρήγορα λόγω του μεγάλου διασκελισμού του και γιατί δεν τη λάβαινε καθόλου υπόψη του, σαν ν αδιαφορούσε για την παρουσία της. Ο Γιενς είχε έρθει την ώρα ακριβώς που είχαν ραντεβού. Κι η Βαλεντίνα το είχε προσέξει αυτό.
Ο Γιενς ήταν χάλια. Γκρίζα σκόνη είχε απλωθεί παντού, στο παλτό και το μαύρο γούνινο καπέλο του, στα μαλλιά του, ακόμα και στα φρύδια του. Η Βαλεντίνα ούτε ήξερε πού πήγαιναν, αλλά εκείνος φαινόταν να ξέρει καλά καθώς κατηφόριζαν τη Λεωφόρο Ζαγκορόντναγια. Δεν μιλούσαν, κι εκείνη μπορούσε να τον παρατηρεί έτσι όπως περπατούσε δίπλα του: το μήκος του χεριού του, τον τρόπο που το παλτό του ανέμιζε πάνω στα πόδια του, το θόρυβο που έκαναν οι μπότες του μες στο χιόνι, την ανάσα του που έβγαινε σε αχνιστά συννεφάκια, λευκή κι ακατάστατη στον παγωμένο αγέρα, το τριγωνικό σημάδι κάτω δεξιά στο σαγόνι του που ανεβοκατέβαινε λες και διέκοπτε τις σκέψεις του. Εκείνος κοιτούσε μόνο μπροστά, την είχε βγάλει εντελώς από το μυαλό του κι εκείνη αναρωτιόταν μπας και την είχε ξεχάσει.