Όταν διέσχισαν το κανάλι Μόικα, εκείνη του είπε: «Σε παρακαλώ, ευχαρίστησε εκ μέρους μου το δόκτορα Φεντόριν».
«Μπορείς να τον ευχαριστήσεις και μόνη σου. Στο σπίτι του πηγαίνουμε».
«Γιατί πάμε εκεί;»
«Θέλει να σου μιλήσει για το τι σε περιμένει στο νοσοκομείο. Θα σου εξηγήσει πώς έχουν εκεί τα πράγματα και τι θα πρέπει να μάθεις. Είναι σε θέση να σου πει από πού θα πάρεις τη στολή σου και πώς ναποφεύγεις τις προτάσεις των αντρών ασθενών. Ο Νικολάι Φεντόριν είναι καλός άνθρωπος. Τον περισσότερο καιρό πηγαίνει σε αποστολές για τους φτωχούς και σε νοσοκομεία απόρων. Δεν είναι μόνο γιατρός των πλούσιων και των καλοζωισμένων».
Ήθελε να του πει: Ευχαριστώ. Ήθελε να του πει: Νοιάζεσαι. Δεν θα το έκανες αυτό αν δεν το ήθελες. Αλλά αντί γι’ αυτό τον πήρε αγκαζέ κι έχωσε τα δάχτυλα της στο σκονισμένο του παλτό.
«Γιενς. Σταμάτα».
Ήθελε να σταματήσει όλες εκείνες τις λέξεις που μεγάλωναν το κενό ανάμεσα τους. Να σταματήσει ναρνείται να την κοιτάξει. Να σταματήσει τον πόνο που σάρωνε τη φωνή του και της προκαλούσε έναν κόμπο στο λαιμό. Σταμάτα. Σταμάτα. Τελικά, όμως, τα δικά της πόδια ήταν εκείνα που σταμάτησαν. Στη μέση της γέφυρας σταμάτησαν απότομα, το χέρι της εξακολουθούσε να τον κρατάει δεμένο, ένα δέσιμο απ’ το οποίο εκείνος μέχρι τώρα δεν είχε θελήσει ν απαλλαγεί. Για πρώτη φορά γύρισε και την κοίταξε, κι η έκφραση των πράσινων ματιών του της έσκισε την καρδιά.
«Μου το υποσχέθηκες», της είπε. «Μου ορκίστηκες ότι δεν έχεις τίποτα με το λοχαγό Τσερνόφ».
Κι όπως στέκονταν στη μέση του δρόμου, εκείνη αργά ξεκούμπωσε ένα προς ένα τα κουμπιά του παλτού του τον αγκάλιασε από τη μέση.
«Τορκίζομαι», του απάντησε. «Τορκίζομαι στη ζωή της αδελφής μου ότι η καρδιά μου ποτέ δεν θα πονέσει για το λοχαγό Τσερνόφ».
Ακούμπησε το μάγουλο της πάνω στο στήθος του, οσφράνθηκε τη μυρωδιά της νοτισμένης γης πάνω στα ρούχα του κι ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού του, καθώς εκείνος τύλιγε γύρω της το παλτό του και την έσφιγγε πάνω του όσο πιο δυνατά μπορούσε. Από κάτω τους, στο παγωμένο κανάλι Μόικα, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με όμοια καστόρινα καπέλα πατινάριζε προσεκτικά προς την Ταυρίδα, πιασμένοι χέρι χέρι. Η Βαλεντίνα χώθηκε κι άλλο μέσα του κι αφουγκράστηκε την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά στο στήθος του.
Ο γιατρός τους υποδέχτηκε και τους δύο θερμά και σερβίρισε για τον Γιενς και τον εαυτό του από ένα ποτήρι φίνο γεωργιανό κρασί, ενώ η Βαλεντίνα κι η μικρή του κόρη, η Άννα, έπιναν ζεστή σοκολάτα μπροστά στο τζάκι. Της άρεσε πολύ αυτός ο άντρας που ήταν τόσο αφοσιωμένος πατέρας, της άρεσε η μεγαλοψυχία του κι ο τρόπος που τα λεπτά του δάχτυλα χάιδευαν τη διαμαντένια καρφίτσα της γραβάτας του όση ώρα μιλούσε. Ήταν παραπάνω από εμφανές ότι για κείνον ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο.
«Και τώρα, νεαρή μου κυρία, ας συζητήσουμε τι σε περιμένει».
«Ντοκτόρ Φεντόριν, σας είμαι ευγνώμων για τη βοήθεια σας. Η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια μου ξεκαθάρισε ότι δεν θα τα καταφέρω».
Εκείνος πήρε το πιγούνι της στα χέρια του και την παρατήρησε προσεκτικά, όπως έκανε και με την κόρη του.
«Θα τα καταφέρεις», της είπε. «Αν είναι αυτό που πραγματικά θέλεις».
«Αυτό θέλω. Έχω ήδη μελετήσει ανατομία και-»
«Ένα βήμα τη φορά. Ας συζητήσουμε πρώτα για το στρώσιμο των κρεβατιών, τις καθαρές στολές και τον ελεεινό χαρακτήρα της Γκορντάνσκαγια».
Κάθισε να τον ακούσει. Της γέμισε το μυαλό με πρόσωπα και πράγματα σχετικά με το νοσοκομείο, την ιστορία του, τους κανόνες του. Της είπε πώς θα πρέπει να προσφωνεί ένα γιατρό, ότι θα πρέπει να τον ακολουθεί όλη την ώρα, της περιέγραψε με ενθουσιασμό τη μεγάλη γκάμα φαρμάκων που ήδη υπάρχουν, συμπερλαμβανομένης και της μορφίνης που ανακουφίζει σημαντικά από τον πόνο. Για πολλοστή φορά έδωσε έμφαση στο θέμα της καθαριότητας: Καθαρά χέρια, καθαρά σεντόνια, καθαρή στολή, αποστειρωμένα εργαλεία. Της μίλησε για τις εγχειρήσεις, έλεγξε τις γνώσεις της με ανάλογες ερωτήσεις, ενώ όλη αυτή την ώρα έστριβε το μουστάκι του ή έπαιζε με τη διαμαντένια καρφίτσα της γραβάτας του.