Ήταν μια περίεργη αίσθηση - κατά ένα παράξενο τρόπο εκείνη ένιωσε ότι με τις ερωταπαντήσεις άνοιξαν πόρτες μέσα της που εκείνη δεν ήξερε ότι ήταν κλειστές. Στην άλλη άκρη του δωματίου, κοντά στο παράθυρο, ο Γιενς και η Άννα έπαιζαν χαρτιά και κάθε φορά που η μικρή κέρδιζε μια παρτίδα χοροπηδούσε σαν παιχνιδιάρικο γατάκι.
Τελικά ο δόκτωρ Φεντόριν έγειρε πίσω στην καρέκλα του, έχωσε τους αντίχειρες του στο γιλέκο του κι αναστέναξε ικανοποιημένος.
«Θα τα καταφέρει, Φρίις, και μάλιστα πολύ καλά».
Ο Γιενς χαμογέλασε.
«Το ξέρω», είπε.
Κάτι στον τρόπο του την τάραξε. Ήταν σαν να την άφηνε να φύγει. Εκείνη ήθελε να τρέξει προς το μέρος του και να καθίσει πάνω του για να τον εμποδίσει ναπομακρυνθεί από κοντά της. Ήθελε να του χαμογελάσει και να τον ακούσει να της λέει: Θα με καταφέρεις κι εμένα πολύ καλά. Σηκώθηκε και κίνησε προς το μέρος του.
«Γιενς-» πήγε να του πει.
«Άννα», τη διέκοψε ο Φεντόριν, «είναι ώρα να πάμε να βρούμε την γκουβερνάντα σου και να δούμε τι σου έχει κανονίσει σήμερα».
Το κοριτσάκι μούτρωσε αλλά έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο του Γιενς, υποκλίθηκε στη Βαλεντίνα και βγήκε τρέχοντας απ’ το δωμάτιο για νακολουθήσει τον πατέρα της.
«Γιενς», είπε η Βαλεντίνα γλυκά.
Εκείνος χτύπησε μαλακά την καρέκλα που βρισκόταν δίπλα του κι εκείνη βιάστηκε να καθίσει, γιατί δεν ήθελε ν αρχίσει να της λέει πράγματα που δεν ήθελε ν’ ακούσει.
Μόλις όμως κάθισε δίπλα του ένιωσε να βυθίζεται στη ζεστασιά του. Το πόδι του δίπλα στο δικό της. Ο γοφός του νακουμπάει το φόρεμα της. Ο στιβαρός του ώμος δίπλα της. Κομμάτια του να γίνονται κομμάτια της. Της πήρε το χέρι.
«Γιενς, άκουσε με». Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο χέρι του και τα δάχτυλα της πλεγμένα με τα δικά του. «Είναι το πλεονέκτημα μου, Γιενς, είναι ο κρυφός μου άσος.
Είναι το μόνο που έχω».
«Να χρησιμοποιείς τον Τσερνόφ;»
«Ναι».
«Να κάνεις παζάρια;»
«Ναι. Χωρίς αυτόν δεν έχω τίποτα».
«Έχεις εμένα».
Έχεις εμένα. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του κι απόμεινε εκεί με τις δυο λέξεις καλά κρυμμένες μέσα της.
«Πρέπει να μεμπιστευτείς», του ψιθύρισε. «Είναι ο μόνος τρόπος για να γίνω νοσοκόμα. Οι γονείς μου δεν πρόκείται να μου το επιτρέψουν, αν δεν ψυχαγωγήσω το λοχαγό Τσερνόφ».
«Ψυχαγωγήσεις;»
Έτριψε το μάγουλο της πάνω στο ύφασμα του παλτού του.
«Λίγα χαμόγελα, λίγοι χοροί, τίποτα παραπάνω». Εκείνος ξέμπλεξε τα δάχτυλα του από τα δικά της κι η Βαλεντίνα ένιωσε αληθινή στέρηση. «Γιενς, δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ αυτό. Σύντομα θα βαρεθεί κι εμένα και τις σιωπές μου. Εσύ κι εγώ θα μπορούμε μβτά να.»
«Να τι;»
«Να μιλάμε».
Έβγαλε ένα βογκητό, την τύλιξε στα μπράτσα του, την σήκωσε και την ακούμπησε πάνω του, την έγειρε πίσω μέχρι που εκείνη βρέθηκε να τον κοιτάζει στα μάτια. «Τώρα», της είπε, «ας αρχίσουμε να "μιλάμε" οι δυο μας».
Χαμήλωσε το κεφάλι του και τη φίλησε στα χείλη. Εκείνη χάιδεψε τα μαλλιά του κι έμπλεξε τα δάχτυλα της στις μπούκλες του.
«Ξέρεις», του ψιθύρισε ενώ τα χείλη του τρίβονταν πίσω απ’ το αφτί της και κατέβαιναν στη γούβα του λαιμού της, «μοιάζω με τις στοές σου».
«Σκοτεινές και περίπλοκες;»
Τον γράπωσε πιο σφιχτά απ’ το σβέρκο και τον κούνησε όπως θα πιάνε ένα αδέσποτο σκυλί.
«Κι όχι εύκολο να καταστραφούν».
Οι επαναστάτες δούλευαν σε θύλακες μέσα στην πόλη, σε μεμονωμένους πυρήνες, διατηρώντας ελάχιστες επαφές μεταξύ τους προκειμένου να ελαχιστοποιούνται οι περιπτώπροδοσίας. Μικρές ομάδες μαζεύονταν κρυφά σε διαμερίσματα, στοιβαγμένες στα πίσω δωμάτια που μύριζαν κακής ποιότητας καπνό και πικρή δυσαρέσκεια. Του Αρκίν του ήταν σχεδόν αδύνατο να παραμένει ήρεμος. Η έλλειψη τροφίμων όλο και χειροτέρευε, οι τιμές ήταν στα ύψη, τα εργατικά σωματεία έκλειναν, ενώ οι υπόνομοι ξεχείλιζαν κάθε βράδυ από αρρώστους και άστεγους. Η μεσαία τάξη των διανοούμενων εξακολουθούσε να ζητάει μεταρρύθμιση κι έπρεπε να της γίνει μάθημα ότι αυτή η μεταρρύθμιση ποτέ δεν θα ήταν αρκετή από μόνη της. Μόνο η επανάσταση θα μπορούσε να ξανακάνει αξιοπρεπείς τους Ρώσους.
Δίπλα στον Αρκίν καθόταν ο Σεργκέγιεφ. Έτριβε το χέρι του και κάπνιζε πίπα. Μόνο ο Θεός ήξερε τι καπνός ήταν αυτός που έκανε το βρομερό δωμάτιο να ζέχνει σαν κοπριά αλόγου. Δώδεκα από αυτούς ήταν μαζεμένοι στην αποθήκη ενός κηροποιείου κι ο αέρας ήταν αποπνικτικός από τη στεατίνη των κεριών. Ο Αρκίν την ένιωθε κολλημένη στο λαιμό του, γλίτσα και λίπος μαζί.
Στην κεφαλή του τραπεζιού ο Κραζκόφ, ένας μουσάτος άντρας που είχε πολεμήσει με τον Αυτοκρατορικό Στρατό εναντίον των Γιαπωνέζων, κι έφτυνε κάθε φορά που αναφερόταν το όνομα του τσάρου Νικολάου. Ήταν ο μεγαλύτερος απόλους τους και του λείπε ένα πόδι. Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και τους είπε να κάνουν ησυχία.