«Αρκίν», γρύλισε. «Είσαι αμίλητος απόψε. Τι νέα έχεις;»
«Ξεκίνησαν ταντίποινα».
«Τα καθίκια, οι φονιάδες!»
«Άκουσα τον υπουργό Ιβάνοφ μέσα στο αυτοκίνητο να μιλάει σ’ έναν από τους βοηθούς του. Και του έλεγε ότι ο Στολίπιν έχει διατάξει την Οχράνα να ξεχειλίσουν οι φυλακές».
Άγριος θυμός ξεχύθηκε στο τραπέζι.
Ο Σεργκέγιεφ ήταν αυτός που τους επανέφερε στην ταξη «Σύντροφοι, όσο περισσότερο προσπαθούν να μας διαλύσουν τόσο περισσότερο οι εργάτες συντάσσονται στον αγώνα μας».
«Έχει δίκιο ο Σεργκέγιεφ», συμφώνησε ο Κραζκόφ. «Κάθε φορά που φυτεύουμε μια βόμβα ή πετάμε μια χειροβομβίδα, η Οχράνα κι ο τσάρος», έφτυσε στο πάτωμα και παραλίγο να πετύχει το σκυλί του, «βλέπουν τη δύναμη μας και μας φοβούνται. Το προλεταριάτο, όμως, βλέπει τη δύναμη μας και μας σέβεται. Όλο και περισσότεροι θα συρρεύσουν στο πλευρό μας όταν πιστέψουν ότι έχουμε τη δύναμη νανατρέψουμε τους κανόνες των καταραμένων Ρομανόφ».
«Το πρόβλημα μας είναι ότι έχουμε ξεμείνει απελπιστικά από κεφάλαια», σημείωσε ατάραχος ο Αρκίν. «Χωρίς ρούβλια πώς θα εξοπλίσουμε το στρατό του προλεταριάτου;»
Ο Κραζκόφ δεν έδωσε καμιά σημασία σαυτό.
«Τι άλλο άκουσες;»
«Η Αστυνομία σκοπεύει να δώσει το παράδειγμα με τους αρχηγούς των σωματείων», προειδοποίησε ο Αρκίν. «Ο υπουργός ήταν κατηγορηματικός σαυτό».
«Θα τους ειδοποιήσουμε όλους αμέσως», είπε ο Κραζκόφ συνοφρυωμένος. «Θα πρέπει, ίσως, μερικούς από αυτούς να τους κρύψουμε».
Ο Σεργκέγιεφ χτύπησε το τραπέζι με την πίπα του.
«Ο ανιψιός μου ο Γιόζεφ δουλεύει στο εργοστάσιο των Γαράσοφ». Οι αδελφοί Ταράσοφ είχαν ένα απτα μεγαλύτερα εργοστάσια κατασκευής εργαλείων στην Πετρούπολη αι οδηγούσαν μιαν αστραφτερή λιμουζίνα «Μπεντζ», ενώ οι εργάτες τους ζητιάνευαν στους δρόμους για λίγο ψωμί.
«Ο Γιόζεφ ορκίζεται ότι οι ανειδίκευτοι εργάτες είναι έτοιμοι να εξεγερθούν. Μόλις χθες δυο ακόμη αγόρια πέθαναν όταν μια πρέσα έπεσε πάνω τους». Με την πίπα του έδειξε τον Αρκίν. «Το ένα αγόρι ήταν αυτό που κάνατε μαζί τη δουλειά στο τρένο».
«Ο Καρλ;»
«Όχι, ο κοντούλης ο Μαράτ. Είναι νεκρός».
Ο θυμός του Αρκίν ήταν το ίδιο αποπνικτικός με τη στεατίνη που πλανιόταν στον αέρα.
Ο Κραζκόφ έσκυψε μπροστά με μάτια γεμάτα αδημονία.
«Σύντροφε Αρκίν, τι προτείνεις;»
«Ο τσάρος Νικόλαος είναι αρκετά ανελέητος ώστε να στείλει το ιππικό του και να σφαγιάσει τον ίδιο του το λαό, ί αν κατέβει στους δρόμους. Δεν θα διστάσει να σφάξει και τα αθώα παιδιά της Ρωσίας. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσουμε τους ανειδίκευτους εργάτες αυτής της πόλης».
Έφυγαν από τη συνάντηση ανά ζευγάρια, πέντε λεπτά το ένα μετά το άλλο. Ο Αρκίν κι ο Σεργκέγιεφ χάθηκαν πρώτοι μες στο σκοτάδι τρέχοντας σε σκοτεινά σοκάκια κι όταν πια ξεμάκρυναν αρκετά απ’ το κηροποιείο έκοψαν το βήμα τους. Είχε αρχίσει να χιονίζει κι επειδή δεν φύσαγε οι νιφάδες του χιονιού έμοιαζαν με λευκά πούπουλα που πεφταν από το μαύρο ουρανό. Ο Αρκίν ευχαριστιόταν έτσι όπως άγγιζαν μαλακά το πρόσωπο του. Στο πίσω μέρος του μυαλού του ήξερε ότι απόψε στον ύπνο του θα τον επισκέπτονταν οι εφιάλτες.
«Βίκτορ», είπε από δίπλα του ο Σεργκέγιεφ, «μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Δεν φταις εσύ για τα αντίποινα στους αρχηγούς των συνδικάτων σε σχέση με την επίθεση κατά του Στολίπιν».
«Πώς μπορώ να μην κατηγορώ τον εαυτό μου;»
«Πάντα ξέραμε ότι θα βάφαμε με αίμα τα χέρια μας. Ο Τρότσκι μας είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό».
«Μήπως μας είχε προειδοποιήσει και για-» σταμάτησε απότομα. Αρκετά προβλήματα είχε στο κεφάλι του ο φίλος του. «Πες μου, φίλε, πώς είναι η γυναίκα σου; Γέννησε;»
«Από ώρα σε ώρα».
Ο Αρκίν διέκρινε περηφάνια στην απάντηση του Σεργκέγιεφ κι ένιωσε για άλλη μια φορά εκείνο το απρόσμενο αίσθημα της ζήλιας μέσα του. Λες κι έα καρφί χωνόταν στα πλευρά του. Μια μέρα, σκέφτηκε. Μια μέρα θα χεις κι εσύ τη δική σου γυναίκα. Και το δικό σου παιδί.
«Να της δώσεις τις ολόθερμες ευχές μου», του είπε γελώντας, «και να της πεις ότι-»
Ένα χέρι τον γράπωσε απτον ώμο. Εκείνος έπεσε με δύναμη πάνω σε έναν τούβλινο τοίχο και το χτύπημα του κόψε την ανάσα. Τίναξε τη γροθιά του και λύγισε το γόνατο του. Άκουσε αυτόν που του επιτέθηκε να γρυλίζει, ένιωσε το χέρι στον ώμο του να λασκάρει κι ένα κορμί σωριάστηκε χάμω στο έδαφος. Μια άλλη φιγούρα ξεπρόβαλε μέσα από τα σκοτάδια.
«Σήκω πάνω, αλλιώς θα σου φυτέψω μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια».
Ο Αρκίν σηκώθηκε. Κοίταξε αμέσως δεξιά του για τον Σεργκέγιεφ, αλλά ο φίλος του ήταν ακίνητος χάμω, ενώ χιόνι σκέπαζε τους ώμους του. Ήταν κουλουριασμένος κι είχε το χέρι του αγκαλιά λες και κάποιος του το είχε χτυπήσει δυνατά.