Выбрать главу

«Τι θέλετε, καθίκια;» ρώτησε αγριεμένος ο Αρκίν.

«Θέλουμε να μας δώσεις μερικές απαντήσεις».

Ο άντρας με το «Μάουζερ» στο χέρι είχε φαρδύ στέρνο, κοιλιά φουσκωμένη από τις μπίρες κι ένα σωρό δίπλες αντί μυς. Ο άλλος, που ήταν και πιο κοντός, ήταν πεσμένος στο παγωμένο χώμα, έσφιγγε χαμηλά την κοιλιά του κι έβριζε. Και οι δύο φορούσαν μαύρα δερμάτινα παλτά, γυαλιστερά σαν από δέρμα φιδιού κι είχαν τα ψυχρά και υπολογιστικά μάτια των κυνηγών. Ήταν άντρες της Οχράνας, της Μυστικής Αστυνομίας.

«Εξαρτάται», απάντησε ευγενικά ο Αρκίν, «ποιες θα είναι οι ερωτήσεις».

Αυτός που ήταν πεσμένος χάμω δεν εκτίμησε την απάντηση του Αρκίν και σηκώθηκε τρικλίζοντας για να του ρίξει μια αγκωνιά στην κοιλιά.

«Πάρε μακριά μου αυτόν το γαμημένο», μούγκρισε ο Αρκίν, «αλλιώς θα του ξεριζώσω ταρχίδια».

«Βροστσίν, κόφτο!»

«Τι ερωτήσεις;» ξαναείπε ο Αρκίν.

«Τι κάνεις άγρια χαράματα στους δρόμους;»

Ο Αρκίν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.

«Έπαιζα χαρτιά. Τίποτα το φοβερό. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ο φίλος μου από δω έχασε τα λεφτά του, που ήταν δανεικά, και βελάζει σαν αρνί που το σφάζουν γιατί πρέπει να το πει στη γυναίκα του. Έτσι δεν είναι, Μιχαήλ;»

Ο Σεργκέγιεφ μούγκρισε. Ο Αρκίν γέλασε κι είδε ικανοποιημένος τα σκληρά στόματα της Μυστικής Αστυνομίας να χαμογελούν περιφρονητικά. Το δάχτυλο στη σκανδάλη χαλάρωσε.

«Αρκετές σκοτούρες έχει στο κεφάλι του», πρόσθεσε ο Αρκίν και χτύπησε απαλά τον Σεργκέγιεφ στην πλάτη σπρώχνοντας τον για να σταθεί όρθιος. «Αφήστε με να τον πάω το βλάκα στο σπίτι του». Έβαλε το μπράτσο του κάτω απ’ το γερό χέρι του φίλου του κι άρχισε να τον τραβάει μακριά τους. «Καληνύχτα, φίλοι μου. Δεν είναι να στέκεσαι πολύ έξω με τέτοιο ψόφο». Τώρα το χιόνι έπεφτε πολύ πυκνό και του Αρκίν πολύ του άρεσε αυτό.

«Σταθείτε».

Αίγα ακόμη βήματα και το χιόνι θα τους είχε καταπιεί.

«Ναι;»

«Σταθείτε με τη μούρη στον τοίχο, τα χέρια σας πίσω απτα κεφάλια σας».

«Ναι, αλλά γιατί.»

«Στον τοίχο».

Ο Αρκίν έκανε αυτό που του είπανε κι έσυρε μαζί του και τον Σεργκέγιεφ, αλλά παρατήρησε ότι ο φίλος του έτρεμε. Οι άντρες της Οχράνας θα τους έψαχναν με τα άγαρμπα χέρια τους, θα τους άδειαζαν τις τσέπες, θα τους άνοιγαν τα παλτά κι ο Σεργκέγιεφ φύλαγε κάτι μέσα στην κούνια του σπασμένου χεριού του. Το μυαλό του Αρκίν δούλευε ασταμάτητα. Κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Από πού ερχόσαστε;» ρώτησε ξανά ο χοντρός με το πιστόλι στο χέρι.

«Σας είπα, από χαρτιά».

«Ή από συνάντηση μάλλα επαναστατικά καθίκια;»

«Όχι, νιετ, όχι βέβαια. Εγώ δουλεύω σε έναν απτους υπουργούς του τσάρου Νικολάου».

Αυτό τους ξάφνιασε, και το άγριο γράπωμα του μανικιού χαλάρωσε για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ιδρώτας κύλησε στη ραχοκοκαλιά του Αρκίν, παρά το κρύο. Από κάποιο παράθυρο ψηλά έπεφτε λίγο φως, μια κίτρινη λεπτή φέτα διέκοπτε το απόλυτο σκοτάδι κι εκείνος διέκρινε την απελπισία στο πρόσωπο του Σεργκέγιεφ.

«Εδώ! Τι είναι αυτό;» Ο κοντός αστυνόμος τράβηξε απότομα το κουτσουρεμένο χέρι του Σεργκέγιεφ απτην κούνια του. «Ο γαμιόλης κάτι κρύβει εδώ μέσα». Ο άντρας έχωσε τα δάχτυλα του κάτω από τον επίδεσμο κι έβγαλε ένα μικρο πιστόλι που χωρούσε ίσα ίσα στην παλάμη του. Το Μαργαριταρένιο του χρώμα ξεχώριζε μες στο χιόνι.

Ανάθεμα σε, Σεργκέγιεφ. Ανάθεμα σε.

Οι άντρες με τα μαύρα παλτά έδειξαν τα δόντια τους.

Με τον υποκόπανο του πιστολιού του ο ένας χτύπησε το μπράτσο του Σεργκέγιεφ που μπουρδουκλώθηκε κι έπεσε χωρίς να βγάλει κιχ, αλλά ο Αρκίν πρόλαβε και τον άρπαξε και τον κοπάνισε σαν πολιορκητικό κριό πάνω στους δύο άντρες. Πήδηξε κι αυτός πίσω του μόλη του τη δύναμη κι εκείνοι σωριάστηκαν κάτω σαν καρπούζια. Ο πάγος κάτω απτα πόδια τους ήταν ο νικητής. Όλοι κυλίστηκαν χάμω.

Ο Αρκίν άκουσε κάποιο κεφάλι να σπάει, αλλά δεν έκατσε να δει ποιανού τα μυαλά είχαν πάει περίπατο. Άρπαξε το μικρό πιστόλι που ήταν πεταμένο και γράπωσε το γερό μπράτσο του Σεργκέγιεφ.

«Τρέξε».

Έτρεξαν. Μπαινόβγαιναν σε σοκάκια, γλιστρούσαν σε παγωμένες κατηφοριές, πηδούσαν πάνω σε ράγες και χώνονταν κάτω από αψίδες, η καρδιά τους κόντευε να σπάσει στον παγωμένο αγέρα της νύχτας. Φρόντιζαν να κινούνται σε σκοτεινούς δρόμους. Ο Αρκίν έκοψε λίγο εξαιτίας του τραυματισμένου φίλου του αλλά δεν τον άφησε από το χέρι, ενώ πίσω τους άκουγαν τις διαπεραστικές φωνές των διωκτών τους και τις βρισιές που ξεστόμιζαν. Μονάχα μια φορά ο Αρκίν διακινδύνευσε να τους κοιτάξει κι είδε τον πιο κοντό να τους πλησιάζει με πρόσωπο αλλοιωμένο σαν το λαγωνικό που μυρίζει. Ο χοντρός προσπαθούσε να μη μένει πίσω μα δεν τα κατάφερνε. Τέσσερις πυροβολισμοί ακούστηκαν, όμως μες στο πυκνό σκοτάδι οι σφαίρες αστόχησαν.

Συνέχισαν να τρέχουν, ναλλάζουν συνέχεια δρόμο, να πετάγονται από δω κι από κει.