Με τον Σεργκέγιεφ να τον ακολουθεί, ο Αρκίν χώθηκε στην εσοχή μιας γέφυρας του καναλιού κι έμειναν εκεί κουλουριασμένοι με τα πνευμόνια τους έτοιμα να σκάσουν για λίγο αέρα. Κάτω απτα πόδια τους ο πάγος ήταν έτοιμος να σπάσει, αν κουνιόντουσαν έστω και μια σπιθαμή.
«Πού είμαστε;» ψιθύρισε ο Σεργκέγιεφ στο αφτί του.
«Δεν έχω ιδέα, αλλά μη μιλάς».
Για μισή ώρα έμειναν εκεί ακίνητοι, ούτε οι σκιές δεν μένουν. Μόνο ένα γατί έκανε τη νυχτερινή του βόλτα πάνω στο παγωμένο κανάλι. Όταν τελικά σκαρφάλωσαν στην παγωμένη όχθη, επικρατούσε παντού ησυχία. Το χιόνι έπεφτε ακόμη πιο πυκνό, τους τρυπούσε τα μάτια κι οι μπότες τους δεν φαίνονταν. Βιαστικά άρχισαν να περπατάνε στους δρόμους, με τα κεφάλια κατεβασμένα, προτιμώντας τις πιο σκοτεινές περιοχές της πόλης κι όταν τελικά έφτασαν στην περιοχή του ποταμού Λιτάνι σταμάτησαν.
Κάτω από την πυκνή κουρτίνα που σχημάτιζε το χιόνι, ο Αρκίν κοίταξε το τραβηγμένο πρόσωπο του φίλου του.
«Πώς είναι το χέρι σου;»
«Είναι ακόμη στη θέση του».
«Σου έκαναν μεγάλη ζημιά τα καθίκια;»
Ο Σεργκέγιεφ αδιαφόρησε.
«Όπου εμφανίζεται η Οχράνα, γίνονται ζημιές».
«Δεν έπρεπε να κουβαλάς όπλο. Γιατί το χες μαζί σου;»
«Το αντάλλαξα μένα γερό φτυάρι σένα μπαρ. Νόμιζα ότι θα ήμουν πιο ασφαλής μαυτό». Μόρφασε ξανά. «Έκανα λάθος».
Ο Αρκίν έχωσε το κομψό πιστόλι στην τσέπη του Σεργκέγιεφ.
«Πούλα το», του πρότεινε. «Θα σε βάλει σε μπελάδες.
Πάρε λίγο φαγητό για τη γυναίκα σου».
«Όχι». Ο Σεργκέγιεφ τον κοίταξε με απολογητικό ύφος.
«Παρτο εσύ».
Ο Αρκίν συμφώνησε - χωρίς αυτό ο Σεργκέγιεφ δεν επρόκειτο να μπλέξει σε φασαρίες.
«Πρόσεχε, φίλε μου». Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του. «Να πεις στη γυναίκα σου καλή λευτεριά από μένα».
αΝα γιατί πολεμάω. Για να εξασφαλίσω ένα καλύτερο μέλλον για το γιο μου. Σ’ ευχαριστώ, σύντροφε», ένιωθε αμήχανα, «που με βοήθησες. Η γυναίκα μου θα πεινάσει αν μπω φυλακή».
Ο Αρκίν κούνησε το κεφάλι και σκέφτηκε την πελώρια κοιλιά της, καθώς περιπλανιόταν μες στη νύχτα με το χιόνι να πέφτει πάνω του πυκνό και τον αέρα παγωμένο σαν κρύσταλλο. Στην τσέπη του το χέρι του ψηλάφισε το πιστόλι στο χρώμα του μαργαριταριού. Είχε δίκιο ο Σεργκέγιεφ. Μαυτό, ένιωθε πιο ασφαλής.
20
«Λοιπόν, πώς είμαι;»
«Σαν γκουβερνάντα». Η Κάτια επιθεώρησε την αδελφή της με αυστηρό μάτι. «Λόγω του καπέλου».
Η Βαλεντίνα στροβιλίστηκε εκεί που στεκόταν για να δείξει τη στολή της νοσοκόμας απόλες τις μεριές. Ήταν λευκή και κολλαριστή και την έκανε να νιώθει άλλος άνθρωπος. Στον καθρέφτη είδε το σφιχτό σκούφο που ήταν δεμένος ολόισια στο μέτωπο της και τις πλισέ πτυχές του που πεφταν στους ώμους της, κρύβοντας και την παραμικρή τρίχα από τα μαλλιά της. Ήταν η πρώτη της μέρα και τα νεύρα της είχαν γίνει κρόσσια. Ίσιωσε την άκαμπτη ποδιά της πάνω απτην ολόλευκη απέριττη στολή της και χαμογέλασε στην Κάτια.
«Κοίτα με καλά».
«Γιατί;»
«Γιατί όταν γυρίσω απ’ το νοσοκομείο θα είμαι εντελώς διαφορετική».
Η Κάτια γέλασε.
«Βρομερή και τρισάθλια και πεθαμένη από την κούραση, εννοείς».
«Ακριβώς!»
Αλλά η ματιά που αντάλλαξαν οι δυο αδελφές κράτησε λίγο παραπάνω, γιατί κι οι δυο τους ήξεραν ότι άλλο εννοούσε η Βαλεντίνα.
Το νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας ήταν σαν τα λαγούμια, γεμάτο διαδρόμους. Τεράστιοι θάλαμοι έμοιαζαν ναπορροφούν όλους τους θορύβους μέσα στους γρανιτένιους τοίχους τους, κάνοντας το μέρος να φαντάζει σιωπηλό κι άδειο.
Οι φωνές ήταν ψιθυριστές, τα βογγητά κι ο βήχας έβγαιναν με το ζόρι, λες κι η ζωή σεκείνους τους χοντρούς τοίχους πάλευε να κρατηθεί με το ζόρι. Την πρώτη μέρα η Βαλεντίνα είχε την αίσθηση της καταδίωξης. Ένιωσε ότι η σανιτάρκα Ιβάνοβα δεν ήταν πια κάτι ιδιαίτερο αλλά ένα ασήμαντο κομμάτι μιας αδιάφορης μηχανής, κι αυτό της πήρε πολύ χρόνο για να το χωνέψει. Άλλα πράγματα περίμενε, αυτό πάντως όχι.
Η μέρα ξεκίνησε με μια επιθεώρηση. Νοσοκόμες στη σειρά κι η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια με μισόκλειστα μάτια γεμάτα ευχαρίστηση να κάνει παρατηρήσεις: για τα παπούτσια, για τη ζώνη της ποδιάς, για τα ξέφτια στα μανικέτια, για τα νύχια τους. Η Βαλεντίνα έδειξε τα χέρια της και την άκουσε να δυσανασχετεί εκνευρισμένη που δεν της βρήκε κανένα ψεγάδι.
Θαδειάζεις πάπιες. Είχε δίκιο η Γκορντάνσκαγια. Είχε πάψει ακόμη κι η μπόχα τους να την ενοχλεί. Έμαθε πώς να διπλώνει σε φάκελο τις κουβέρτες και τα σεντόνια στις γωνίες, να τα χώνει κάτω απτα λεπτά στρώματα, της το είχαν πει χιλιάδες φορές μέχρι να το κάνει σωστά. Είχε εξασκηθεί να γυρίζει τους ασθενείς πάνω στα κρεβάτια τους προκειμένου να τραβάει από κάτω τους τα λερωμένα σεντόνια.
Την τοποθέτησαν σένα γυναικείο θάλαμο με λυπημένα και γεμάτα φόβο μάτια κι αχτένιστα μαλλιά. Αλλά η υπομονή σε συνδυασμό με την καρτερικότητα ήταν σχεδόν χειροπιαστές ανάμεσα σαυτές τις γυναίκες κι η Βαλεντίνα έμαθε να μην προσπερνάει γρήγορα. Έμαθε να κοιτάζει, να γυρίζει παντού το κεφάλι της, είδε τις ασθενείς νασχολούνται με μικροπράγματα: να παίζουν χαρτιά, να πλέκουν, να σκαλίζουν τα πόδια τους, να σκέφτονται τι φαγητό θα φάνε το μεσημέρι. Τα άκαμπτα κορμιά και τα κλειστά μάτια της δημιουργούσαν νευρικότητα. Όταν μια νεαρή ασθενής με κατσαρά μαλλιά σηκώθηκε ξαφνικά κ,ι άρχισε να φωνάζει ότι ένα σκουλήκι της έτρωγε την καρδιά, ενώ παράλληλα η ίδια ξέσκιζε το νυχτικό της με αποτέλεσμα το στήθος της να απομείνει γυμνό και ματωμένο, η Βαλεντίνα έτρεξε κοντά της και φώναξε για βοήθεια. Γι’ αυτό το στραβοπάτημα της άκουσε τα εξ αμάξης από την Γκορντάνσκαγια.