Выбрать главу

«Μην τρέχεις».

«Μη φωνάζεις».

«Μην πανικοβάλλεσαι».

«Μη φοβίζεις τους ασθενείς».

«Μη δείχνεις πόσο βλαμμένη είσαι».

«Μην ντροπιάζεις το νοσοκομείο».

Μη.

Η Βαλεντίνα κοιτούσε μπροστά της, έσφιγγε τα δάχτυλα των ποδιών της μες στα παπούτσια της.

«Θα βάλω τα δυνατά μου».

«Καλά θα κάνεις».

Γαμώτο, θα βάλω τα δυνατά μου.

Στο τέλος της ημέρας τα χέρια της ήταν τραχιά και τα ποδιά της λες και της τα είχαν μασουλήσει σκυλιά και μετ« τα είχαν φτύσει. Αλλά τα είχε καταφέρει χωρίς να σκοτώσει κανέναν ασθενή - κι αυτό ήταν ένα κατόρθωμα. Φόρεσε πάνω απ’ τη στολή της το ναυτικό της σακάκι και, ερείπιο από την κούραση, έβαλε τις μπότες της και βγήκε σένα σκοτεινό και χιονισμένο κόσμο. Της φαινόταν αδιανόητο που για την Αγία Πετρούπολη ήταν άλλη μια συνηθισμένη μέρα όταν η δική της μέρα ήταν πέρα για πέρα ασυνήθιστη: Οι άμαξες περνούσαν κροταλίζοντας, οι λακέδες φώναζαν ο ένας στον άλλον καθώς τις κουμαντάριζαν, τα τραμ έκαναν το γνωστό μεταλλικό τους ήχο, αγόρια έτρεχαν πάνω σε σιδερένια έλκηθρα και τα φώτα έλαμπαν μέσα απ’ το χιόνι που έπεφτε. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.

Εκτός από εκείνη.

Σήκωσε την κουκούλα της και τάχυνε το βήμα.

Ο Γιενς ήταν εκεί, την περίμενε στη γωνία κάτω από τη λάμπα του δρόμου, όπως ακριβώς της είχε υποσχεθεί. Χώθηκε στην αγκαλιά του κι ένιωσε τις λαχτάρες και τους πόνους μαζί με την ντροπή για τα λάθη της να εξαφανίζονται.

Το μέτωπο της ακούμπησε στο νοτισμένο του παλτό κι οσφράνθηκε τον ιδρώτα του και την κούραση του, χιλιάδες φορές χειρότερη απ’ τη δική της.

«Καλή μέρα;» τη ρώτησε.

«Ναι, καλή. Είναι καλό να βγάζεις το δόντι σου όταν σε πονάει».

Εκείνος γέλασε και την έσφιξε κι άλλο.

«Η δική σου;» του ψιθύρισε.

«Τώρα είναι καλή. Τώρα ξεκινάει για μένα η μέρα μου.

Τα προηγούμενα τα έχω ξεχάσει. Σανιτάρκα Ιβάνοβα, μου φαίνεσαι κουρασμένη».

«Όχι, είμαι ενθουσιασμένη». Σφίχτηκε κι άλλο πάνω του. «Κι ευτυχισμένη».

Έβαλε το χέρι του στη μέση της κι αγκαλιασμένοι άρχισαν να περπατάνε στην Αγία Πετρούπολη, χωμένοι ο ένας μες στον άλλον, με τις νιφάδες του χιονιού να τρυπώνουν στις γλώσσες τους κάθε φορά που γελούσαν.

«Πες μου κι άλλα», του είπε, «για τη μέρα σου».

«Τι θέλεις να μάθεις; Τα καλά νέα ή τα κακά;»

«Τα καλά».

«Άκουσα ότι η κατασκευή του διυλιστηρίου για πόσιμο νερό στα βόρεια της πόλης θα γίνει μέσα σαυτό το χρόνο.

Η πίστωση εγκρίθηκε και τα χρήματα δόθηκαν».

«Πώς θα κάνουν πόσιμο το νερό;»

«θέλεις να στο πω με πολλά ή με λίγα λόγια;»

«Με λίγα».

Εκείνος γέλασε, μένα γέλιο γάργαρο.

«Το βρόμικο νερό καθαρίζεται μένα αντιπηκτικό -είμαι σίγουρος ότι καίγεσαι να μάθεις ποιο, γι’ αυτό και εγώ θα σε βγάλω από αυτή τη δύσκολη θέση λέγοντας σου ότι πρόκειται για το θειικό άλας- και μετά το αντλούν σε δεξαμενές που κατακρατούν τα ιζήματα».

«Αυτό είναι όλο κι όλο;»

«Όχι, όχι βέβαια. Είμαστε στο 1911 και χρησιμοποιούμε την πιο προηγμένη τεχνολογία που υπάρχει».

«Και μετά τι γίνεται;»

«Αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι».

«Ανυπομονώ ν’ ακούσω».

«Μετά ρίχνουμε μέσα ειδικά φίλτρα που.» Σταμάτησε για να προσδώσει θεατρικό χαρακτήρα για το φινάλε.

«Μη σταματάς τώρα».

«Το γεμίζουν με όζον. Και.» της είπε μένα βαθύ αναστεναγμό, «ελπίζω να τα θυμάσαι όλα αυτά που σου είπα κάθε φορά που θα πίνεις το τσάι σου στο κομψό σου σαλόνι».

«Ορκίζομαι ότι δεν θα ξανακοιτάξω με τον ίδιο τρόπο ο νερό όταν θα χύνεται έξω από το σαμοβάρι του τσαγιου». Έτριψε το μάγουλο της στον ώμο του. Ήταν υγρός.

«Άκου ειδικά φίλτρα!»

Περπατούσαν στους μισοσκότεινους δρόμους ο ένας δίπλα στον άλλον, ο γοφός της ακουμπούσε στο γεροδεμένο μηρό του. Ένιωθε όμορφα που τόσο εύκολα και τόσο φυσιολογικά ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά τη διαφορά του ύψους τους.

«Και τώρα», της είπε γυρίζοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας την κατάματα, «πες μου πώς ήταν η δική σου μέρα.»