Выбрать главу

Νιφάδες χιονιού είχαν σκαλώσει στα φρύδια του.

«Πριν σου πω, πες μου εσύ τα κακά νέα».

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και το στόμα του, πάντα τόσο εκφραστικό, στράβωσε. Μια ανατριχίλα, για την οποία δεν ευθυνόταν καθόλου το αγιάζι του ποταμού, ένιωσε να τη συνεπαίρνει μέχρι τα κουρασμένα της πόδια κι ανησύχησε.

«Πες μου, Γιενς», μουρμούρισε.

Εκείνος δίστασε, και για ένα λεπτό η Βαλεντίνα σκέφτηκε ότι θα της έλεγε κάτι άσχετο προκειμένου να μην της πει αυτό που πραγματικά τον απασχολούσε - αλλά όχι, δεν έγινε έτσι. Σταμάτησε και την τράβηξε κάτω απ’ το αμυδρό φως που έριχνε η λάμπα του δρόμου. Η κουκούλα της κάπας της ήταν πάνω από το σκουφί της στολής της κι εκείνος έχωσε μέσα τα χέρια του, ξεκούμπωσε τις κόπιτσες που το συγκρατούσαν κι άγγιξε τα μαλλιά της.

«Μια μέρα», της είπε, «θα ήθελα να βουρτσίσω τα πανέμορφα μαλλιά σου». Τα δάχτυλα του θάφτηκαν στις μπούκλες της. Χέρια δυνατά και ικανά, χέρια που ήξεραν να κάνουν πολλά πράγματα. «Βαλεντίνα», της είπε ήρεμα. «Φοβάμαι για σένα».

Με τα γαντοφορεμένα της χέρια αγκάλιασε το πιγούνι του, λες κι έτσι θα μπορούσε να χειριστεί τις λέξεις που σκόπευε εκείνος να ξεστομίσει.

«Γιατί, Γιενς; Γιατί θα πρέπει να φοβάσαι για μένα;»

«Αδελφή Ιβάνοβα, δεν έχεις ακούσει τίποτα;»

«Τι να χω ακούσει;»

«Ότι ξαναεμφανίστηκε η χολέρα».

«Λοιπόν; Πώς ήταν;»

«Καλά ήταν, μαμά. Σ’ ευχαριστώ που ρωτάς. Έμαθα πολλά».

Είχε εκπλαγεί που η μητέρα της την περίμενε στο μικρό αναγνωστήριο. Φορούσε μια βραδινή μπορντό τουαλέτα, τα μαλλιά της κοσμούσε μια τιάρα με ρουμπίνια.

«Βαλεντίνα, έλα εδώ σε παρακαλώ».

«Μαμά, είμαι κουρασμένη. Κάτσε πρώτα να πλυθώ και ναλλάξω».

«Αγάπη μου, συγγνώμη, αλλά πρέπει να σου μιλήσω τώρα αμέσως».

«Μαμά, τι είναι τόσο επείγον; Δεν συμβαίνει τίποτα με την Κάτια;»

«Όχι, όχι, δεν έχει να κάνει με την αδελφή σου». Η μητέρα της δεν ένιωθε και πολύ βολικά. «Θα πρέπει να τηρείς κι εσύ τους όρους της συμφωνίας». Της μιλούσε ευγενικά. «Το ξέρω ότι είσαι κουρασμένη αλλά.»

Η Βαλεντίνα κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο.

«Βαλεντίνα, έχεις μια ώρα στη διάθεση σου. Για να ετοιμαστείς».

«Να ετοιμαστώ για ποιο πράγμα;»

«Για να βγεις έξω. Μην ξεχνάς ότι ο λοχαγός Τσερνόφ σε κάλεσε για φαγητό».

«Μαμά», της είπε επιφυλακτικά, «θα μπορούσες να ζητήσεις από το λοχαγό νακυρώσει την έξοδο μας; Δεν θα είμαι καλή παρέα απόψε για κείνον. Ειλικρινά, από την κούραση δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ, πόσω μάλλον να διασκεδάσω κάποιον».

«Βαλεντίνα». Η φωνή της μητέρας της ήταν επίπεδη.

«Έχεις ήδη συμφωνήσει. Κι είναι όλα κανονισμένα».

«Σε παρακαλώ, όχι σήμερα». Δεν μπορούσε με τίποτα να υποστεί τον Τσερνόφ.

«Μας έδωσες το λόγο σου. Και πρέπει να τον κρατήσεις.

Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, Βαλεντίνα;»

«Ναι, μαμά. Καταλαβαίνω».

Η μητέρα της χαμογέλασε με το στόμα, αλλά όχι και με τα μάτια της.

«Σ’ ευχαριστώ», της αποκρίθηκε κι αφού φίλησε την κόρη της στο μάγουλο βγήκε απ’ το δωμάτιο. Η Βαλεντίνα έκλεισε τα μάτια κι άφησε απέξω τις λέξεις. Με αργές κινήσεις σήκωσε τις ραφές της υγρής κάπας της, κόλλησε το πρόσωπο της κι ανάσανε. Μύριζε εκείνον; Αυτή η μυρωδιά ήταν καινούργια. Ή ήταν η μυρωδιά του νοσοκομείου; Τρέχοντας ανέβηκε πάνω κι ένιωσε τους μυς της να την τραβάνε από την κούραση.

Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Έφαγε αυτό που έπρεπε να φάει. Μίλησε όταν έπρεπε να μιλήσει. Τίποτα παραπάνω.

Ο λοχαγός Στεφάν Τσερνόφ έφτασε με μια λαμπερή μαύρη άμαξα, με το οικογενειακό του οικόσημο στις πόρτες της, που την έσερναν δυο πανέμορφα άλογα. Την πήγε στου «Ντονόν», ένα μοδάτο γαλλικό ρεστοράν. Όταν άκουσε ότι εκείνος είχε κλείσει έναν πριβέ χώρο ταράχτηκε, αλλά τελικά ήταν περιττό που ανησύχησε. Ήταν πάρα πολύ ευγενικός και πολιτισμένος, κάποιες φορές διστακτικός στο τι να πει τώρα που ήταν μόνοι οι δυο τους. Εκείνη δεν τον βοηθούσε καθόλου.

Ανάμεσα στα στρείδια και στο χαβιάρι οι αμήχανες σιωπές κυριαρχούσαν, αλλά εκείνη δεν έκανε το παραμικρό για να διευκολύνει την κατάσταση. Κάποια στιγμή τα βλέφαρα της βάρυναν και με πολύ κόπο κρατήθηκε να μην κοιμηθεί πάνω στο πιάτο με τον ψητό οξύρυγχο σε σάλτσα μουστάρδας και ελαιόλαδου. Την ώρα του καφέ εκείνος έσβησε το μαύρο τσιγάρο του με το χρυσό φίλτρο, μια κίνηση εμφανώς γεμάτη ανυπομονησία. «

«Σε κάνω να βαριέσαι;» τη ρώτησε.

Η ερώτηση ήταν κάτι παραπάνω από περιττή κι εκείνη έβαλε τα γέλια. Δεν το ήθελε, αλλά ήταν πολύ αυθόρμητο, κι όταν άρχισε της ήταν αδύνατον να σταματήσει. Ήταν ένα γέλιο που ξεχείλιζε από τα βάθη της ψυχής της. Απόρροια της κούρασης και της γελοιότητας του πράγματος τι γύρευε εδώ με αυτόν τον άντρα, εξαιτίας της βλακείας του πατέρα της που νόμιζε ότι θα την ανάγκαζε να παντρευτεί ένα ξανθό μουστάκι επειδή είχε πίσω του περιουσία; Ο λοχαγός Τσερνόφ ακούμπησε στην καρέκλα του και την παρακολουθούσε. Με τα δυο της χέρια έφραξε το στόμα της για να μην ακούγεται τόσο πολύ, αλλά το γέλιο λες και γλιστρούσε ανάμεσα από τα δάχτυλα της. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μαγουλά της.