Выбрать главу

«Βαλεντίνα, σταμάτα σε παρακαλώ».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Κι άλλα δάκρυα.

Ο Τσερνόφ άναψε με το πάσο του κι άλλο τσιγάρο παρατηρώντας τη μέσα από τον καπνό.

«Άρα λοιπόν σε διασκεδάζω. Αλλά και σε κάνω να βαριέσαι».

Έγειρε το πρόσωπο του πιο κοντά στο τραπέζι κι εκείνη μπόρεσε να διακρίνει τα γαλανά του μάτια να σπιθίζουν καθώς την κοιτούσε προσεκτικά: Ήταν περιέργεια; Σαστιμάρα; Ή απλώς έβραζε απ’ το θυμό του για την ανάρμοστη συμπεριφορά της; Δεν είχε ιδέα.

«Οπότε», είπε εκείνος και με μια ξαφνική και θεατρική κίνηση του χεριού του πέταξε από το τραπέζι όλα τα ποτήρια και τα πιάτα στο πάτωμα, ενώ κρυστάλλινα γυαλάκια σκορπίζονταν παντού στην πριβέ τραπεζαρία, «τώρα έχουμε ένα άδειο τραπέζι μπροστά μας. Μπορούμε ναρχίσουμε πάλι από την αρχή, εσύ κι εγώ. Εσύ μπορείς να βάλεις ό,τι διαλέξεις πάνω του».

Εξακολουθούσε να την κοιτάζει από κοντά όση ώρα κάπνιζε το μαύρο τσιγάρο του που μύριζε έντονα. Το γέλιο σταμάτησε μαζί με την απίστευτη ανία. Η Βαλεντίνα σήκωσε τη μια άκρη του δαμασκηνού τραπεζομάντιλου, σκούπισε τα μάτια της κι ένας διακριτικός λόξιγκας έκανε την εμφάνιση του.

«Μερικούς κανόνες», αποκρίθηκε εκείνη.

«Ονόμασε τους».

«Αν θέλεις κάτι να μου πεις, θα το λες σε μένα. Όχι στους γονείς μου».

Ξαφνιάστηκε, οι αδιόρατες φακίδες στη μύτη του σκούρυναν.

«Σύμφωνοι».

«Ξέρω ότι έχεις μιλήσει ήδη στον πατέρα μου, αλλά εγώ δεν είμαι έτοιμη ναποφασίσω. Τουλάχιστον για τους επόμενους δώδεκα μήνες».

«Ένας ολόκληρος χρόνος! Αυτό είναι. αψηφισιά εκ μέρους σου».

«Επιμένω σαυτό το θέμα». Προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο.

«Τότε συμφωνώ».

«Ευχαριστώ».

«Τώρα η σειρά μου, Βαλεντίνα».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της.

«Μόνον ένας κανόνας».

«Ποιος είναι;»

«Όχι άλλοι άντρες. Θα τους σκοτώσω όλους».

Εκείνη κοίταξε τα σπασμένα γυαλιά που είχαν σκορπίσει κοντά στα πόδια τους σαν τα ξεπουπουλιασμένα φτερά ενός δόλιου πουλιού. Ένας σερβιτόρος ήρθε για να τα μαζέψει, αλλά ο Τσερνόφ έκανε νόημα να μην πλησιάσει κανείς στην πριβέ τραπεζαρία. «Δεν φοβάσαι να σπας πράγματα, έτσι, Στεφάν; Προκειμένου να πάρεις αυτό που θέλεις».

Τα μαγουλά του κοκκίνισαν, κι η κοκκινίλα απλώθηκε και στη μύτη του.

«Είμαι στρατιώτης, Βαλεντίνα».

Λες κι αυτό τα εξηγούσε όλα.

«Στεφάν». Εκείνος κοιτούσε το στόμα της. «Αν μιλήσω με άλλους άντρες ή πάω βόλτα με άλλους άντρες ή ακόμη χορέψω με άλλους άντρες, δεν θα ήθελα να τους βρω πεθαμένους στα πόδια μου».

«Ασφαλώς όχι». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του, οι επωμίδες του μετατοπίστηκαν απ’ τη θέση τους. «Δεν εννοούσα.»

Τα χείλη της χαμογέλασαν. «Ξέρω τι εννοούσες».

«Ωραία, και τώρα τι κάνουμε; Ένα νάιτ κλαμπ; Προτείνω το "Ακουάριουμ". Θα σου αρέσει εκεί. Η πίστα χορού είναι πάνω σε ενυδρείο».

«Τώρα θα πάω σπίτι και θα κοιμηθώ».

Η Βαλεντίνα μάθαινε να προσέχει τα μικρά πράγματα. Μικρά σημάδια που αποκάλυπταν πολλά. Ένα στόμα που έχασκε, νύχια που μελάνιαζαν, μια ξαφνική αναφυλαξία στο δέρμα, κοντανάσασμα, έμαθε να τα προλαμβάνει. Ακόμη και μια αλλαγή μυρωδιάς στις σιχαμένες πάπιες.

Βίωσε τον πρώτο της θάνατο στο τέλος της πρώτης εβδομάδας της. Επρόκειτο για μια γυναίκα με αραιά μαλλιά που έφυγε διακριτικά απ’ τη ζωή όπως ακριβώς είχε ζήσει, κι η θλίψη που πλημμύρισε την ψυχή της Βαλεντίνας ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Κρύφτηκε στο μηχανοστάσιο, θυμωμένη απίστευτα με τον εαυτό της. Ήξερε ελάχιστα την καημένη τη γυναίκα, αλλά τα δάκρυα της έτρεχαν ασταμάτητα στα μαγουλά της, ενώ μένα βρεμένο πανί σκέπαζε το στόμα της για να μην ακούγονται οι λυγμοί της. Θα πέθαινε από ντροπή αν την έβρισκε σαυτή την κατάσταση η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια.

Εκείνο το βράδυ που κατέβηκε τα σκαλοπάτια, ο Γιενς κατάλαβε αμέσως.

«Βαλεντίνα», της είπε, «ποτέ δεν θα το ξεπεράσεις αυτό».

«Το ξέρω».

Περπατούσαν αργά κι εκείνη δεν ήξερε για ποιον από τους δυο το κάνε ο Γιενς - ή μήπως, απλώς, ήθελε να καθυστερήσει κι άλλο τη στιγμή που θα χώριζαν. Επιτέλους σήμερα, ο χειμώνας είχε δείξει την καλή του όψη στην Αγία Πετρούπολη και μια απαλή βροχούλα έπεφτε απ’ το σκοτεινό ουρανό αναζωογονητική με το απαλό της άγγιγμα και τη θαλασσινή της μυρωδιά, μετά τους παγωμένους κι άθλιους διαδρόμους του νοσοκομείου. Τα ρουθούνια της έτσουζαν από τη μυρωδιά του απολυμαντικού.