«Λοιπόν», τη ρώτησε, «πώς ήταν σήμερα η φοβερή και τρομερή προϊσταμένη;»
«Σωστός δουλέμπορος. Με είχε όλη την ημέρα να γυρίζω στρώματα και να σφουγγαρίζω πατώματα».
«Μπράβο της. Αυτό χρειάζεται σεσάς τις νεαρές τεμπέλες».
Η Βαλεντίνα του έδωσε μια στα πλευρά του.
«Θα σου κάνω μια ένεση με αναισθητικό, αν μου λες τέτοια πράγματα».
«Ω, είμαι εντυπωσιασμένος. Εννοείς ότι άρχισες ήδη να κάνεις ενέσεις;»
«Όχι, όχι ακόμη. Αλλά», γύρισε το πρόσωπο της προς το μέρος του, «θα μπορούσα να εξασκηθώ σε σένα».
Εκείνος γέλασε και την αγκάλιασεμε το χέρι του.
«Μπορείς να μου κάνεις ό,τι θέλεις».
Της άρεσε αυτό, ο τρόπος που της το είπε. Ένα άλογο κάλπασε δίπλα τους κι ο αναβάτης φώναξε: «Ντόμπρι βέτσερ, καλησπέρα», λες κι επρόκειτο για κάποιο παντρεμένο ζευγάρι που πήγαινε σπίτι του να μαγειρέψει σνίτσελ και να διαβάσει τα βιβλία του μπροστά στο τζάκι. Η σκέψη αυτή έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει περίεργα. Αναρωτήθηκε αν ένιωθε κι εκείνος την ίδια πληρότητα.
«Πώς είναι η Κάτια;» ρώτησε ο Γιενς. Απρόσμενη ερώτηση.
«Θυμωμένη. Η διάθεση της είναι πολύ κακή».
«Γιατί;»
«Γιατί προς το παρόν πάει καλά. Πονάει λιγότερο».
«Κι αυτός δεν είναι λόγος για να είναι ευτυχισμένη;»
«Όχι. Αυτό σημαίνει ότι ο καθηγητής έρχεται κάθε μέρα και της κάνει μαθηματικά, πράγμα που σιχαίνεται».
Εκείνος γέλασε. Η Βαλεντίνα αγαπούσε το γέλιο του.
Ηταν μέρος του εαυτού του όπως τα κόκκινα μαλλιά του και τα μακριά και μυώδη πόδια του. Ο ήχος του γέλιου του ερχόταν κάποιες φορές στα όνειρα της και την ξυπνούσε.
Το κορμί της ξαπλωμένο τον καλούσε να τον νιώσει, ήθελε το χέρι του να τυλιχτεί γύρω απ’ τη μέση της. Στα όνειρα της αυτός καθόταν στην άκρη του κρεβατιού της, τα κόκκινα μαλλιά του να λάμπουν στο φεγγαρόφωτο και να της λέει διάφορα πράγματα, κι η μαύρη σκιά του να χορεύει από τοίχο σε τοίχο. Ήταν σίγουρη ότι αυτά που της έλεγε ήταν ζωτικής σημασίας κι έπρεπε να τα ξέρει, μα κάθε πρωί μόλις άνοιγε τα βλέφαρα της τα ξεχνούσε.
«Γιενς», τον ρώτησε εκεί που διέσχιζαν μια γέφυρα, «προχωράνε οι εργασίες στο τούνελ που έπεσε;»
«Πολύ αργά».
«Θα πρέπει να είσαι πολύ απογοητευμένος».
Εκείνος έκανε μια αδιάφορη κίνηση αλλά η Βαλεντίνα δεν ήταν χαζή.
«Εκμεταλλεύομαι την οργή της Δούμας», πρόσθεσε ο Γιενς, «για ναποσπάσω περισσότερα κεφάλαια και ναντικαταστήσω ένα άλλο τμήμα με παλιές αποχετευτικές σωληνώσεις και να βελτιώσω την κλίση προς τον κόλπο του Νέβα».
Είχαν σταθεί σένα σταυροδρόμι, δυο βαριές άμαξες πέρασαν μπροστά τους ενώ η βροχή λαμπύριζε πάνω στις βαριές κουβέρτες των αλόγων.
«Γιενς, γιατί νοιάζεσαι τόσο πολύ για τις σήραγγες;»
«Είναι η δουλειά μου».
Εκείνη γέλασε και κούνησε το κεφάλι της. Η κουκούλα από την κάπα της έπεσε πίσω. Είχε βγάλει το σκούφο της.
«Καταλαβαίνω ότι είναι η δουλειά σου, αλλά είναι εμφανές ότι αυτές οι σήραγγες είναι κάτι παραπάνω από δουλειά».
Έδεσε τα χέρια της στο μπράτσο του, τον κράτησε εκεί στο κράσπεδο, αν κι ο δρόμος τώρα πια ήταν άδειος. Η βροχή είχε δυναμώσει μες στο σκοτάδι, πλημμύριζε τις στέγες και γέμιζε τις λακκούβες του δρόμου. Αργότερα αυτή η βροχή θα γινόταν πάγος.
«Τι είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις να φτιάχνεις στοές; Αντί για γέφυρες, όπως ο Ίσαμπαρντ Μπράνελ στην Αγγλία. Αυτός δεν είναι που έχτισε την περίφημη "Κρεμαστή Γέφυρα του Κλίφτον";»
«Μεντυπωσιάζεις».
Στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και του φίλησε το πιγούνι.
«Ξέρεις τι νομίζω εγώ;»
«Για πες μου τι σκέφτεσαι με το πολύπλοκο μυαλουδάκι σου». «Έχω μια θεωρία. Νομίζω ότι σου αρέσει να επιβάλλεις την τάξη μέσα στο χάος».
«Χα! Αυτό κι αν είναι θεωρία».
«Μια ντάνα τούβλα τα μετατρέπεις σε υπόνομο. Μια πόλη που χρειάζεται υπόγειες αποχετεύσεις, εσύ φροντίζεις να έχει τη σωστή κλίση. Μια σειρά από σπίτια βυθισμένα στις βρομιές και με πλημμυρισμένα διαμερίσματα, εσύ τους φτιάχνεις αποχετευτικό σύστημα. Τάξη μέσα στο χάος».
Το πρόσωπο του ακίνητο, τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της. Μόνο η ανάσα του φαινόταν ναχνίζει ανάμεσα στις σταγόνες της βροχής. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τις στέγες της πόλης πάνω τους μια κουβέρτα υφασμένη από χαμηλά σύννεφα απέκλειε κάθε πιθανότητα να ξεμυτίσουν ταστέρια.
«Η Πετρούπολη χρειάζεται γενικό καθάρισμα. Όχι μόνο υδροδότηση».
«Γιενς, έλα μαζί μου. θέλω να δεις κάτι». Τον πήρε απ το χέρι και μαζί διέσχισαν το δρόμο.
Ο Αρκίν έγινε σαν χαλκομανία στον τοίχο, στην είσοδο του καταστήματος. Έγινε ένα με τις σκιές μες στο χιονόνερο, καθώς οι προβολείς ενός αυτοκινήτου έπεσαν στη Βαλεντίνα και στο μηχανικό της. Έτρεχαν, η κάπα της ανέμιζε σαν φτερούγες πουλιού, λες και τον είχαν αντιληφθεί να είναι κολλημένος πίσω τους, αν κι ήταν σίγουρος ότι δεν υπήρχε καμιά τέτοια πιθανότητα. Ήταν πολύ προσεκτικός.