Выбрать главу

Η βροχή εξυπηρετούσε το σκοπό του. Οι κάτοικοι της Αγίας Πετρούπολης χωμένοι κάτω απτις ομπρέλες τους έτρεχαν στα πεζοδρόμια δημιουργώντας το καλύτερο προπέτασμα. Τους έβρισκε εύκολα, τους ακολουθούσε όταν έστριβαν κι άλλαζαν κατεύθυνση. Περίμενε υπομονετικά στις σκοτεινές γωνιές όταν σταματούσαν στα καταστήματα, περίεργος τι έκρυβαν μες στους μπόγους κάτω από τις μασχάλες τους.

Είδε περισσότερα απόσα ήθελε. Είδε τον τρόπο που αγγίζονταν μεταξύ τους, τον τρόπο που κοιτάζονταν στα μάτια, ξανά και ξανά, τόσο συχνά που όλο σκόνταφταν στο δρόμο, τον τρόπο που τα κορμιά τους ήταν δίπλα δίπλα, λες και τα ένωνε μια αόρατη κλωστή. Τα είχε δει όλα.

Τώρα πήγαιναν πιο γρήγορα, διάλεγαν σκοτεινούς δρόμους. Τον διευκόλυναν ακόμη περισσότερο.

 

21

Η Βαλεντίνα χρειάστηκε λίγη ώρα για να βρει το δρόμο που έψαχνε, αλλά μόλις τον βρήκε αναγνώρισε αμέσως το μέρος. Ο αέρας είχε δυναμώσει κι άλλο, η βροχή μούσκευε τα πρόσωπα τους.

«Αυτό είναι το σπίτι».

Ο Γιενς δεν έδειξε καμιά διάθεση να χτυπήσει την πόρτα μπροστά στην οποία είχε σταματήσει η Βαλεντίνα. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε καμιά διάθεση από την αρχή να πάρει μέρος σαυτή την αποστολή, όμως εκείνη τον είχε παρασύρει σε τούτες τις φτωχογειτονιές αδιαφορώντας για τους κινδύνους, αδιαφορώντας αν εκείνος ήθελε να την ακολουθήσει. Οι ώμοι του ήταν σφιγμένοι.

«Βαλεντίνα, αυτό δεν είναι μέρος για σένα. Η στολή της νοσοκόμας που φοράς δεν σε κρύβει. Δεν κρύβει αυτό που είσαι. Δεν είναι ασφαλές για σένα να βρίσκεσαι εδώ».

Εκείνη γέλασε κι ο Γιενς ενοχλήθηκε.

«Ασφαλώς και είναι ασφαλές», του είπε η Βαλεντίνα.

«Αφού έχω εσένα μαζί μου. Κοίτα, αυτή είναι η πόρτα».

Ο Γιενς την έσπρωξε και η πόρτα έτριξε κι άνοιξε. Μόλις διάβηκαν το κατώφλι μια απαίσια μυρωδιά τους υποδέχτηκε, τόσο δυνατή, που αυτή τη φορά η Βαλεντίνα κάλυψε τη μύτη της με το μαντίλι της. Η πόρτα στα αριστερά της ήταν κλειστή, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχαν παιδιά να της τραβήξουν την προσοχή κι έτσι προχώρησε και τη χτύπησε. Δεν πήρε καμιά απάντηση. Κουβαλώντας τους μπόγους ο Γιενς έπιασε το πόμολο κι αυτό γύρισε εύκολα.

Το δωμάτιο ήταν παγωμένο σαν ψυγείο και επικρατούσε μισοσκόταδο, ένα απολειφάδι κεριού φώτιζε όσο μπορούσε το χώρο. Η Βαλεντίνα ήταν ανήσυχη γιατί ήξερε πως αυτή η γυναίκα με τις πληγές στο κεφάλι δεν την είχε καλοδεχτεί την προηγούμενη φορά.

«Βάρενκα;» τη φώναξε.

Όταν τα μάτια της συνήθισαν στο μισοσκόταδο, την τύλιξε η σιωπή - ούτε παιδιά να τρεχοβολάνε ούτε μωρό να τσιρίζει. Κανένας θόρυβος, μόνο μια καυτή και τραχιά ανάσα, όπως κάνει ένα λαχανιασμένο άλογο. Η μυρωδιά στο δωμάτιο ήταν ακόμη χειρότερη από,τι στην είσοδο.

«Βάρενκα;» φώναξε ξανά.

Μια κίνηση στο κρεβάτι. Ένα χέρι τράβηξε μια κουβέρτα κι ένα πρόσωπο πιο γκρίζο κι από τις στάχτες τους κοίταξε με κάτι μάτια σαν χαραμάδες. Ήταν η Βάρενκα. Δεν φορούσε μαντίλι στο κεφάλι της, οι ουλές ήταν ορατές ακόμη και στο μισοσκόταδο, αλλά κατάφερε να σηκωθεί όρθια στο κρεβάτι της.

«Φύγε», είπε με στριγκή φωνή. «Άσε με στην ησυχία μου».

Η Βαλεντίνα άφησε κάτω το πακέτο με το προσάναμμα που είχε αγοράσει και πήγε προς το κρεβάτι, κουνώντας τη μάλλινη κουβέρτα που είχε φέρει μαζί της. Αλλά ο Γιενς της άρπαξε το χέρι και την απομάκρυνε.

«Μη», της είπε κοφτά.

«Μη τι;»

«Μην την ακουμπάς».

«Γιατί;»

Η γυναίκα γέλασε μένα γέλιο σκληρό, γεμάτο πόνο.

«Αυτός τον μυρίζει. Τον έχει ξαναμυρίσει. Τον ξεχωρίζει».

«Τι μυρίζει;» ζήτησε να μάθει η Βαλεντίνα.

«Το θάνατο», είπε ήρεμα ο Γιενς. «Θανάψω τη φωτιά και μετά θα φύγουμε».

Η Βαλεντίνα τράβηξε το χέρι της.

«Όχι. Τώρα που ήρθα θέλω να της βράσω μερικά αβγά καινά.»

«Φύγε». Η γυναίκα έγειρε πίσω. Δεν είχε μαξιλάρι, μόνο ένα ξεχαρβαλωμένο στρώμα και μια (ίλιομπαλωμένη κουβέρτα που βρομούσε ξερατά κι άλλα χειρότερα.

«Είμαι νοσοκόμα πια», τόνισε η Βαλεντίνα. «Μπορώ να σε βοηθήσω».

Ποτέ της δεν είχε ανάψει φωτιά. Ούτε είχε βράσει ποτέ της αβγά. Ήταν αποφασισμένη να τα χάνει όλα τώρα.

Έψαξε ήρεμα γύρω της για να βρει κάποιο κατσαρόλι, ενώ ο Γιενς τακτοποιούσε τα πράγματα για νανάψει τη φωτιά.

Οι κινήσεις του ήταν σίγουρες, σκόρπισε το προσάναμμα στο τζάκι κι έβαλε και τα χάρτινα περιτυλίγματα απτα τρόφιμα που είχαν κουβαλήσει για να πιάσει καλά η φωτιά, που άναψε με το σπίρτο του. Οι φλόγες φώτισαν ξαφνικά το δωμάτιο κι η Βαλεντίνα ανατρίχιασε σύγκορμη. Το μέρος ήταν ελεεινό, κάτι παραπάνω από ελεεινό, μένα μεταλλικό κουβά ξέχειλο από κόπρανα στη μια γωνιά και ξεραμένους εμετούς σόλο το πάτωμα. Ένιωσε τη χολή να της ανεβαίνει στο λαιμό.