«Γιενς», του μουρμούρισε, «περίμενα ότι θα μπορούσαμε να της δώσουμε λίγο φαγητό, να την ευχαριστήσουμε που βοήθησε την Κάτια και να φύγουμε. Να κάνουμε το χρέος μας». Κοίταξε γύρω της. «Αλλά δες τώρα εδώ».
Το πρόσωπο εκείνου σκλήρυνε καθώς κοιτούσε τη γυναίκα στο κρεβάτι.
«Είναι άρρωστη, Βαλεντίνα. Μπορείς κι εσύ να μυρίσεις πόσο άρρωστη είναι. Αν μείνεις εδώ, είναι μεγάλο το ρίσκο.
Για το Θεό, δεν ξέρουμε τι έχει και μπορεί να κολλήσεις κι εσύ αν.»
Εκείνη ακούμπησε το δάχτυλο της στα χείλη του.
«Μόνο λίγα λεπτά, Γιενς. Θα κάνουμε γρήγορα».
«Το ξέρω», της είπε. «Όσο θάφηνες την Κάτια σου στην τύχη της, άλλο τόσο σκοπεύεις να αφήσεις κι αυτή την ξένη γυναίκα. Τέτοια είσαι εσύ».
Την αγκάλιασε με τα χέρια του, λες κι η γυναίκα δεν μπορούσε να τους δει με τα ζηλόφθονα μάτια της. Τη φίλησε στο μέτωπο. Στην ησυχία άκουσε να χτυπάνε τα δόντια «Θα κάνουμε γρήγορα», του υποσχέθηκε.
«Εσύ είσαι η νοσοκόμα». Κι όταν της χαμογέλασε κάτι πετάρισε μέσα στα σωθικά της σαν να ήταν οι χορδές του πιάνου της.
Δούλευαν ταυτόχρονα, δίπλα δίπλα, με μαντίλια είχαν καλύψει τη μύτη και το στόμα τους, ενώ στα χέρια τους φορούσαν τα γάντια τους. Έπαιρναν βαθιές ανάσες, κρατούσαν τον αέρα κι ανάσαιναν μόνο όταν έβγαζαν τα κεφάλια τους έξω στο δρόμο. Ο νυχτερινός αέρας ήταν ασύγκριτα καλύτερος, αν και στην πραγματικότητα μύριζε απόβλητα εργοστασίου κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο.
Τα χειρότερα ήταν στην αρχή. Η Βαλεντίνα πλησίασε στο κρεβάτι.
«Πού είναι το μωρό;» ρώτησε τη Βάρενκα.
Η γυναίκα έμοιαζε να έχει σπασμούς, τα μέλη της ήταν κουβαριασμένα από τον πόνο.
«Πέθανε», είπε ξερά.
«Λυπάμαι πολύ».
«Τάλλα κοιμούνται».
Η Βαλεντίνα κοίταξε μες στο μισοσκόταδο στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Με κόπο κατάφερε να διακρίνει τρία μικρά κουβαράκια κάτω από την κουβέρτα, τόσο αδύνατα σαν προέκταση της κουβέρτας. Έσκυψε πιο κοντά.
«Μην τα πλησιάζεις», πετάχτηκε η γυναίκα. «Θα τα ξυπνήσεις».
Η Βαλεντίνα έριξε μια ματιά στα μελανόγκριζα προσωπάκια τους και γύρισε από την άλλη. «
«Πάω να βρω λίγο νερό», είπε. «Θα πρέπει να υπάρχει κάποια βρύση έξω στο δρόμο».
Πήρε ένα πήλινο μπολ από ένα ράφι και βγήκε έξω βιαστικά. Ίσα που πρόλαβε. Σε μια θεοσκότεινη γωνιά έβγαλε από μέσα της ό,τι είχε φάει όλη μέρα, σκούπισε το στόμα με το μανίκι της κι απόμεινε να στέκεται στη βροχή με το πρόσωπο της να βρέχεται από το παγωμένο αλλά καθαρό νερό. Αυτά τα παιδιά ήταν που είχαν πάρει με μεγάλη χαρά τα κέρματα που τους είχε δώσει. Τώρα κείτονταν δίπλα στη μητέρα τους, ακίνητα κι άκαμπτα. Ήταν όλα πεθαμένα. Την ώρα που βρήκε τη βρύση και είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής, ένα αδέσποτο σκυλί καταβρόχθιζε τον εμετό της.
Η πόρτα άνοιξε απότομα κι η Βαλεντίνα τρόμαξε. Εκείνη την ώρα έβραζε το ένα κατσαρόλι πίσω από το άλλο στο τζάκι. Ακόμα και μετά το βράσιμο το νερό εξακολουθούσε ν έχει γκρίζο χρώμα και να είναι γλυφό.
«Ποιοι διάολοι είσαστε εσείς;» Ένας άντρας με στρατιωτική χλαίνη, εμφανώς άυπνος και με την πλάτη μούσκεμα απ’ τη βροχή, είχε κλοτσήσει την πόρτα για νανοίξει. Καταλάβαινες από μακριά πόσο πιωμένος ήταν. Πέταξε το πάνινο σκουφί του στο πάτωμα κι ένα ξυρισμένο κρανίο αποκαλύφθηκε γεμάτο με καφέ φακίδες σαν αβγό πουλιού.
«Τι στα κομμάτια γυρεύετε σπίτι μου; Κάνε πέρα απ’ τη γυναίκα μου».
Ο Γιενς κινήθηκε στη στιγμή. Πήρε το κατσαρόλι από το χέρι της Βαλεντίνας και της φόρεσε γρήγορα την κουκούλα της κάπας της.
«Φεύγαμε». Πέταξε μια χούφτα ρούβλια στο τραπέζι.
«Φέρε ένα γιατρό για τη γυναίκα σου και κάνε μια αξιοπρεπή κηδεία στα παιδιά σου».
«Εσύ». Ο άντρας προσπαθούσε να εστιάσει το βλέμμα του στη Βαλεντίνα, αλλά δεν τα κατάφερνε. «Ποια είσαι εσύ; Του λόγου σου, ένα τόσο νόστιμο κοριτσόπουλο, τι ζητάει εδώ.»
«Φεύγει αμέσως», μίλησε ο Γιενς. Η φωνή του ήταν ψυχρή.
«Ήρθαμε για να βοηθήσουμε τη γυναίκα σου», του είπε εκείνη. «Κανονικά εσύ θα πρεπε να ήσουν εδώ να τη βοηθάς».
«Βγάλε το σκασμό!» της είπε εκείνος και της έδωσε μια ανάποδη.
Η Βαλεντίνα παραπάτησε, αλλά προτού προλάβει αυτός να ξανασταθεί στα πόδια του μια μπουνιά τον έριξε στον τοίχο κι ήταν τόσο δυνατή, που έπεσε λίγος σοβάς.
«Μην παίζεις με την τύχη σου», γρύλισε ο Γιενς και τον άρπαξε απ’ το λαιμό.
«Ιβάν!» ούρλιαξε απ’ το κρεβάτι η γυναίκα. «Σε παρακαλώ, κύριε, μη χτυπήσεις τον άντρα μου».
Ο Γιενς άφησε τον άντρα.
«Δεν μου καίγεται καρφί για σένα», του είπε ξινά. «Η γυναίκα σου κάποτε βοήθησε τη φίλη μου κι εκείνη απλώς ήθελε νανταποδώσει τη χάρη. Αυτό είναι όλο».
«Παράσιτα που μας ρουφάτε το αίμα!» γρύλισε εκείνος.
Ο Γιενς ανασήκωσε τους ώμους και κίνησε να φύγει μένοντας ανάμεσα στη Βαλεντίνα και στον Ιβάν. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και το άνοιξε, έδωσε ένα και στον άντρα, που το πιάσε και το χώσε ανάμεσα στα χείλη του.