Выбрать главу

«Δουλεύεις;» ρώτησε ο Γιενς.

«Ναι. Ντα. Δουλεύω σκληρά κάθε μέρα, γαμώτο μου».

«Πού;»

«Στο χυτήριο του Ρασπόφ».

«Η δουλειά στο χυτήριο είναι σκληρή», σχολίασε ο Γιενς.

«Κι εγώ σκληρός είμαι».

«Ιβάν», του φώναξε η γυναίκα του, «μας βοηθάνε. Δες τη φωτιά».

Για πρώτη φορά τα κατακόκκινα μάτια του άντρα κοίταξαν ένα γύρω στο δωμάτιο κι η ματιά του έπεσε στο πακέτο με τα τρόφιμα που ήταν στο τραπέζι και στο καινούργιο κερί στο ράφι. Τέλος πρόσεξε τη φωτιά στο τζάκι και η θέα της έδειξε να τον ηρεμεί. Έσυρε τα πόδια του μέχρι το αναμμένο κερί κι άναψε το τσιγάρο του, ρούφηξε μευχαρίστηση κι άπλωσε τα τραχιά του χέρια πάνω απ’ το τζάκι.

«Ήσουν στη συνάντηση, έτσι δεν είναι;» είπε ο Γιενς κι έδειξε το φυλλάδιο που εξείχε από την τσέπη του σακακιού του.

«Ντα, ναι ήμουν. Και σένα τι σε κόφτει;»

«Τι λένε τώρα;»

«Λένε ότι τώρα κοντά θα ξεφορτωθούμε αρκετούς από σας. Η ώρα της δικαιοσύνης για τους προλετάριους έχει πλησιάσει τόσο πολύ, που μπορούμε να τη δαγκώσουμε.

Στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον, σύντροφοι στα όπλα.

Κι είμαστε οργανωμένοι».

«Κι άλλες απεργίες;»

«Ντα».

«Άκουσα ότι οι μπολσεβίκοι κι οι μενσεβίκοι δεν χωνεύονται μεταξύ τους».

«Άκουσες λάθος».

Η Βαλεντίνα ένιωσε ότι ο Γιενς έδειχνε αληθινό ενδιαφέρον. Μπορεί να είχε πει: Δεν μου καίγεται καρφί για σένα, όμως δεν ήταν αλήθεια, το βλέπε στα μάτια του.

«Γιενς;»

Εκείνος κούνησε το κεφάλι αλλά δεν πήρε τα μάτια του απτον Ιβάν, αυτόν τον άντρα που λάβαινε μέρος σε συναντήσεις κι απεργίες ενώ η γυναίκα του ήταν άρρωστη. Αυτόν τον άντρα που το σπίτι του το είχε σφουγγαρίσει η Βαλεντίνα, που είχε αδειάσει τον κουβά με τα περιττώματα, που τα παιδιά του ήταν πεθαμένα κι αφημένα στο κρεβάτι του ενώ εκείνος μπεκρόπινε.

«Ώρα να φεύγουμε», του είπε.

Ο Γιενς δεν έκανε καμιά κίνηση.

«Ιβάν, δεν χρειάζεται να γίνουν έτσι τα πράγματα», είπε. «Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν για την αλλαγή μέσα από την κυβέρνηση, άνθρωποι σαν τον Καριατάν και τον Κορνόφ. Η Επιτροπή Βιομηχανικής Ανάπτυξης έχει συναντήσεις με τους εργοστασιάρχες και πιέζει για αλλαγές που θα βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας».

«Ψέματα».

«Όχι, είναι αλήθεια».

«Σου λένε ψέματα. Οι εργοστασιάρχες πληρώνουν τους μπάσταρδους στις δικές σου επιτροπές με χοντρά φιλοδωρήματα. Τίποτα δεν αλλάζει». Στο πρόσωπο του ανθρώπου φάνηκε καθαρά η απελπισία. «Τίποτα. Είσαστε βλάκες όλοι εσείς αν πιστεύετε ότι η κατάσταση θαλλάξει με τις κουβέντες».

«Η εναλλακτική, σύντροφε, είναι να πλημμυρίσει αίμα η Λεωφόρος Νέφσκι».

«Ας γίνει έτσι».

Η Βαλεντίνα πήγε στην πόρτα και την άνοιξε.

«Ποια είσαι εσύ;» τη ρώτησε ο Ιβάν. «Ένα ομορφούλι πλουσιοκόριτσο. Πάω στοίχημα ότι ο πατέρας σου είναι κάποιος σπουδαίος. Διεφθαρμένος κι ανάξιος, αλλά σπουδαίος».

«Πώς τολμάς;» Ήθελε να τον χαστουκίσει για να τον κάνει να πάψει να χασκογελάει. «Ο πατέρας μου είναι ο υπουργός Ιβάνοφ και είναι ένας ειλικρινής j ακέραιος άνθρωπος».

Ξαφνικά ο Γιενς την άρπαξε απτον ώμο και βρέθηκαν να τρέχουν στο δρόμο. Η παγωμένη βροχή της περόνιασε τα μάγουλα.

«Βαλεντίνα», της μουρμούρισε καθώς την απομάκρυνε γρήγορα από το σπίτι. «Δεν έπρεπε να το πεις αυτό».

«Μα είναι αλήθεια. Ο πατέρας μου είναι ένας ακέραιος άνθρωπος».

«Δεν έπρεπε να πεις τόνομα σου».

Ο Αρκίν τους παρακολουθούσε να εξαφανίζονται μες στην καταρρακτώδη βροχή, το χέρι του μηχανικού γύρω από τη μέση της κοπέλας, το κεφάλι της ακουμπισμένο στον ώμο του. Τον ένα νανήκει στον άλλο. Τους κοιτούσε μέχρι που χάθηκαν και μετά κατευθύνθηκε προς την πόρτα απόπου μόλις είχαν βγει.

Δεν του πήρε πολύ για να την ανοίξει. Μια κοφτή σκουντιά με τον ώμο κι η πόρτα άνοιξε. Καθόλου φώτα. Φλούδες νυχτερινού ουρανού τρύπωναν μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας. Στάθηκε ακίνητος για ένα λεπτό, αφουγκραζόταν και περίμενε να προσαρμοστούν τα μάτια του στο σκοτάδι. Γιατί σαυτή την τρώγλη; Τι την έκανε να έρθει εδώ; Τι στο διάολο έκανε; Αναρωτιόταν τι θα έλεγε η μητέρα της όταν η κόρη της θα γύριζε στο σπίτι γεμάτη ψύλλους και ψείρες.

Από το στέγαστρο της απέναντι πόρτας είχε παρακολουθήσει το ζευγάρι που μπαινόβγαινε με κουβάδες από ακαθαρσίες και νερό, είδε την κοπέλα να γέρνει στον τοίχο και να βγάζει τα σωθικά της δίπλα στη βρύση. Είχε μουγκρίσει τόσο δυνατά, που εκείνος νόμιζε ότι θα πέθαινε. Αλλά όχι, τρέχοντας πάλι γύρισε πίσω και μπήκε στην πόρτα που ήταν σταριστερά της. Ο Αρκίν βρήκε την πόρτα. Την άνοιξε και μπήκε.

«Έξω!»