Выбрать главу

Ένας μεγαλόσωμος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι ήταν σωριασμένος πάνω σένα τραπέζι και τον κοιτούσε με κόκκινα μάτια. Μια γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι κι η άψυχη ματιά της του έφερε σύγκρυο.

«Σύντροφε, ήρθα για να σου μιλήσω», είπε στον άντρα.

«Τίποτ’ άλλο».

Η λέξη σύντροφος ήταν που έκανε τη διαφορά.

«Για τι πράγμα να μιλήσουμε;» ρώτησε καχύποπτα ο άντρας.

«Για τους επισκέπτες σου».

«Γιαυτούς!» Με ένα βρόμικο δάχτυλο έκοψε μια μεγάλη μπουκιά ψωμί και την έχωσε στο στόμα του. «Τι θες να μάθεις γιαυτούς;»

«Γιατί ήρθαν εδώ;»

«Έφεραν ψωμί και κουβέρτες στη γυναίκα μου. Αυτό όμως που χρειαζόμαστε είναι ένα μεροκάματο της προκοπής για να μπορούμε ναγοράζουμε το γαμημένο ψωμί μόνοι μας». Έχωσε το κεφάλι του μες στα χέρια του.

Ο Αρκίν πλησίασε στο κρεβάτι. Μύριζε άσχημα.

«Είπαν τίποτα;» ρώτησε την άρρωστη γυναίκα.

«Νιετ».

«Μόνο καλούδια σας έφεραν;»

«Ντα».

«Γιατί;»

«Αυτή είναι φίλη μου», του είπε ψιθυριστά.

Εκείνος παραλίγο να σκάσει στα γέλια. Αυτή η γυναίκα και η Βαλεντίνα; Αλλά θυμήθηκε πως εκείνη μες στη βροχή είχε βγάλει ένα δυνατό βογκητό. Έδειχνε να νοιάζεται.

«Ποιος είσαι εσύ;» έκρωξε η γυναίκα.

«Δουλεύω στον πατέρα της».

«Τον υπουργό;»

Άρα τους είχε πει αρκετά εκείνη.

«Είχε έρθει άλλη μια φορά», είπε η γυναίκα με μισόλογα. «Με την αδελφή της».

Τώρα κατάλαβε εκείνος. Θα πρέπει να ήταν τότε που ο Ποπκόφ τους είχε βοηθήσει την ημέρα της διαδήλωσης στη Μόρσκαγια, κι η Βαλεντίνα δεν είχε ξεχάσει την καλοσύνη της. Ο Αρκίν δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποια της τάξης της θα ασχολιόταν με τέτοια πράγματα.

«Πού δουλεύει ο άντρας σου;» τη ρώτησε.

«Στου Ρασπόφ».

Το χυτήριο στην άκρη της πόλης. Γύρισε γρήγορα πίσω στο τραπέζι, άναψε ένα τσιγάρο για τον ίδιο κι ένα για τον άντρα της και μετά τον σκούντησε να ξυπνήσει.

«Πάρε». Του έδωσε το τσιγάρο.

Ο άντρας το πήρε με γρουσούζικο ύφος και σηκώθηκε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα τσίμπλα.

«Εδώ είσαι ακόμη;»

«Δουλεύεις στο χυτήριο του Ρασπόφ».

«Ε, και;»

«Έχει πολλούς ανειδίκευτους εκεί».

«Και λοιπόν;»

Ξαφνικά η γυναίκα άρχισε ν’ αναγουλιάζει κι ο Αρκίν έτρεξε γρήγορα και έβαλε μπροστά της ένα τσίγκινο μπολ.

Πήγε να τραβήξει την κουβέρτα και πάγωσε από το σοκ.

Τρία πρόσωπα. Μικροσκοπικά και γκρίζα σαν πέτρες.

«Άφησε τα». Η φωνή της ήταν ξεψυχισμένη.

Η λύπη του πλάκωσε σαν μολύβι το στήθος.

«Ξέρω έναν παπά», της είπε απαλά. «Μπορώ να τον φέρω εδώ;»

Τα γεμάτα δυστυχία μάτια της έμειναν καρφωμένα πάνω του καθώς κούναγε καταφατικά το κεφάλι της. Εκείνος κίνησε για την πόρτα και σταμάτησε μόνο για να ταρακουνήσει τον ώμο του άντρα.

«Θα γυρίσω σε λίγο και θέλω να συζητήσουμε για τους ανειδίκευτους του Ρασπόφ».

Ο άντρας τον κοίταξε ζαβλακωμένος.

«Γιατί;»

«Γιατί έχω μια δουλειά γι’ αυτούς».

 

22

Η Βαλεντίνα δεν πήγε κατευθείαν σπίτι της είπε ότι δεν μπορούσε να πάει ακόμη. Ο Γιενς την έχωσε μέσα σένα αγοραίο αμάξι και την οδήγησε στο διαμέρισμα του, αλλά ήταν πάρα πολύ επιφυλακτικός σχετικά με το πόσο απρεπής θα ήταν αυτή η κίνηση. Μια νέα γυναίκα μέσα στη νύχτα χωρίς τη συνοδό της - απτην άλλη όμως κανείς τους δεν άντεχε να βρεθεί αμέσως σένα δημόσιο μέρος με τα μάτια των ξένων να την κοιτάζουν ύποπτα, έτσι όπως ήταν ξεμαλλιασμένη και γεμάτη βρομιές.

«Βαλεντίνα», της είπε, «άσε με να σου στεγνώσω τα μαλλιά».

Καθόταν σε μια πολύ χωστή πολυθρόνα με μπράτσα τόσο μεγάλα, που λες και κατάπιναν τη μικροσκοπική της φιγούρα. Τα χέρια της ακουμπισμένα στην ποδιά της ήταν άσπρα σαν κόκαλα. Εκείνος την πλησίασε με μια πετσέτα κι αυτή τον κοίταξε για πρώτη φορά, μια γρήγορη ματιά, με τα σκοτεινά της μάτια. Την άφησε στη σιωπή της ενώ παράλληλα της έλυνε τα μαλλιά και της σκούπιζε τις βρεγμένες της μπούκλες με την πετσέτα, αργά, ρυθμικά και με επιμονή. Πυκνές μπούκλες έπεφταν βαριές απ’ το νερό στο κεφάλι της, αφήνοντας να φανεί το κομψό σχήμα του κρανίου της. Ο Γιενς στέγνωσε τα μαλλιά της μέχρι κάτω στις άκρες εκεί που κατσάρωναν τα σκούπιζε με τα δάχτυλα του.

Η αίσθηση της οικειότητας σαυτό που έκανε ήταν απίστευτα μεγάλη, μεγαλύτερη κι από ένα φιλί. Εκείνος κάθισε στο μπράτσο της πολυθρόνας της κι εκείνη έγειρε το κεφάλι της προς το μέρος του για να της το στεγνώσει, μέχρι που οι μπούκλες της στέγνωσαν και καθώς έπεφταν αποκάλυπταν το χλομό αλλά τόσο κομψό λαιμό της. Της αγκάλιασε το πιγούνι για να το κρατήσει όρθιο ενώ της έτριβε απαλά την κορφή του κεφαλιού. Η Βαλεντίνα έμενε αμίλητη με το πιγούνι της αφημένο στις παλάμες του λες και ήταν η φυσική του θέση.

Ο Γιενς εξακολουθούσε να χαϊδεύει απαλά τη σκούρα μακριά της χαίτη ακόμα κι όταν είχε στεγνώσει, πρώτα με την πετσέτα και μετά με το χέρι του. Κάποια στιγμή σήκωσε ψηλά τα μαλλιά της κι αυτά λαμπύρισαν και τον άφησαν μαγεμένο καθώς το φως τρύπωνε μέσα τους, όπως το φεγγαρόφωτο παίζει κρυφτό με τα σύννεφα στον ταραγμένο σκοτεινό ουρανό. Απόλαυσε με όλη του την καρδιά τούτη τη μεταξένια αίσθηση να κυλάει πάνω στο δέρμα του, ανάμεσα στα δάχτυλα του.