Выбрать главу

Έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω και φίλησε τον άσπρο σαν γάλα αυχένα της.

«Μα πώς ζούνε έτσι;»

Τώρα του μιλούσε. Την είχε ταΐσει πιροσκί και ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα, για να την κάνει να βγει από εκείνο το θεοσκότεινο μέρος όπου είχε κρυφτεί. Τώρα καθόταν σταυροπόδι στον καναπέ απέναντι της κι απολάμβανε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Προσπαθούσε να της αποσπάσει την προσοχή.

«Το ξέρεις», τη ρώτησε, «ότι πάνω από τη μισή ποσότητα κρασιού που παράγεται στη Γαλλία έρχεται στη Ρωσία; Μπορείς να το πιστέψεις; Πίνουμε το περισσότερο κρασί από οποιοδήποτε άλλο έθνος στον κόσμο».

Συχνά έπιανε τον εαυτό του να λέει: Εμείς. Εμείς οι Ρώσοι. Η χώρα μας, λες κι ήταν ένας από αυτούς, κάποιος από το Περμ ή το Τβερ.

«Δεν θα μπορούσα να ζήσω έτσι», είπε εκείνη κοιτάζοντας τη φωτιά. «Με τίποτα».

Ο Γιενς κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο να την αποσπάσει από αυτό που σκεφτόταν.

«Όλοι μας ζούμε», της αποκρίθηκε, «όπως μπορούμε».

«Εγώ θα προτιμούσα να πεθάνω».

«Αμφιβάλλω. Και τέλος πάντων», πρόσθεσε, «εγώ θα ερχόμουν κάθε μέρα και θα σου άναβα τη φωτιά. Και θα σου στέγνωνα τα μαλλιά όποτε έβρεχε και θα σου ξεμπέρδευα τις άκρες όταν θα σου τις μπέρδευε ο αέρας».

Η Βαλεντίνα σήκωσε το κεφάλι.

«Κι όταν θα ερχόταν το καλοκαίρι», συνέχισε εκείνος, «αντί για τους λαμπερούς χορούς στο παλάτι Ανίτσκοφ ή τα πλουσιοπάροχα φαγητά στου "Ντόνορ" ή τις βραδιές μπαλέτου με τις γεμάτες διαμάντια τουαλέτες σου, θα σε πήγαινα με την άμαξα σένα ήσυχο μέρος στις όχθες του Νέβα και θα τρώγαμε βραστά αβγά και θα τσαλαβουτούσαμε τα πόδια μας στον ποταμό».

Η Βαλεντίνα γύρισε το κεφάλι. Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του.

«Και από μουσική;» τον ρώτησε με σοβαρό ύφος. «Σαυτό τον καινούργιο σου κόσμο θα υπάρχει μουσική; Ή ούτε πιάνο για μένα ή όπερα ή μπαλέτο;»

«Ασφαλώς και θα υπάρχει μουσική», της χαμογέλασε.

«Θα μου τραγουδούσες τη μουσική του νερού με τους αστραγάλους μας να πλατσουρίζουν κι εγώ θα σε συνόδευα με το βιολί μου».

Εκείνη έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Παίζεις βιολί;»

«Δεν παίζω ακριβώς. Γρατζουνάω μερικές νότες - ένας αγριόγατος το κάνει καλύτερα από μένα. Αλλά», βιάστηκε να συμπληρώσει, «θα βελτιωθώ, στο υπόσχομαι».

Εκείνη γέλασε. Ο Γιενς ήθελε τόσο πολύ να την ξαν’ ακούσει να γελάει.

«Με έχεις προειδοποιήσει να προσέχω τον ποταμό Νέβα», του τόνισε. «Μου έχεις πει ότι είναι μολυσμένος».

«Όπως και να το κάνουμε είναι προσόν το να είσαι μένα μηχανικό, ειδικό στο αποχετευτικό σύστημα, για να σου υποδεικνύει τα σωστά σημεία. Ξέρω όλα τα μυστικά σημεία όπου εκεί δεν φτάνει τίποτα».

«Είναι σταλήθεια τόσο μολυσμένος;»

Δεν ήθελε νανοίξει αυτή τη συζήτηση. Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.

«Θα μπορούσε να είναι πιο καθαρός».

«Πες μου κι άλλα γι’ αυτό το θέμα».

«Θα προτιμούσα να σου παίξω βιολί».

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα κι εκείνος ενθουσιάστηκε - μόνο αυτός κι ένα ποντίκι που τον επισκεπτόταν κάθε τόσο ακούγανε τη μουσική του. Η Βαλεντίνα μάζεψε τα γόνατα της στο στήθος της, ακούμπησε το πιγούνι της πάνω τους και τον κοίταξε επίμονα. Κρατήθηκε με πολύ κόπο να μην τη σηκώσει στον αέρα και να τη βάλει στην τσέπη του.

«Παίξε», τον διέταξε.

Εκείνος στάθηκε όρθιος, έκανε μια πολύ κομψή και πολύπλοκη υπόκλιση, λες κι έβγαζε το καπέλο του σε μια από αυτές τις πολύ σπουδαίες δούκισσες των Ρομανόφ, και της είπε: «Δεσποινίς, είμαι στην απόλυτη διάθεση σας».

Και το εννοούσε. Αλλά δεν ήταν σίγουρος αν εκείνη το ήξερε ακόμη.

«Μη!» επέμενε ο Γιενς.

«Μα δεν μπορώ».

«Δεν είναι ευγενικό».

«Το ξέρω», είπε η Βαλεντίνα έχοντας σκάσει από τα γέλια, «δεν είναι ευγενικό για τανθρώπινα αφτιά».

«Δεν εννοούσα αυτό».

Ο Γιενς κατσούφιασε και την κοίταξε αυστηρά, καβάλησε το βιολί του κι άρχισε να χτυπάει το πόδι του δήθεν εκνευρισμένος πάνω στις καλογυαλισμένες σανίδες του πατώματος. Μετά στάθηκε στη μέση του δωματίου, ακούμπησε το βιολί κάτω απ’ το πιγούνι του με μιαν οικειότητα λες και είχε να κάνει με κάποιο φίλο του από τα παλιά.

Είχε προετοιμαστεί να της παίξει ένα απόσπασμα του Μπιζέ, «Το τραγούδι του τορεαδόρ», αλλά τώρα ούτε που τον ένοιαζε τι έπαιζε το μόνο που τον ένοιαζε ήταν ότι εκείνη γελούσε. Είχε δει τόσο πολλά σήμερα - κι εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να τη βλέπει να γελάει. Γελούσε σαν παιδί, είχε αφεθεί ολοκληρωτικά. Η μύτη της είχε γίνει ροζ, το πανέμορφο στόμα της ήταν ορθάνοιχτο και τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα που της είχαν φέρει τα γέλια. Τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά της, που εκείνος είχε στεγνώσει με τόση αγάπη, τραντάζονταν από τα θορυβώδη της γέλια.