Ήταν τόσο νέα, εκείνος θα έπρεπε να μην το ξεχνάει.
Νέα κι ευάλωτη.
Ακούμπησε με θόρυβο το βιολί πάνω στο τραπέζι, αγριοκοίταξε το κοινό του ενός ατόμου και πήγε και κάθισε στον καναπέ, στητός και προσβεβλημένος, με τα χέρια του διπλωμένα στο στήθος του. Εκείνη πετάχτηκε απτην καρέκλα και πήδησε δίπλα του σαν πεινασμένο γατί. Του χώρισε τα χέρια.
«Αυτά τα δάχτυλα πρέπει να τα διδάξουμε», είπε γελώντας και κρατώντας του το αριστερό χέρι, «αυτά είναι οι ένοχοι!» Τίναξε πίσω το κεφάλι της χαρούμενη που βρήκε τη σωστή λέξη και του πετάρισε τα μάτια. Μετά, πολύ τρυφερά, ακούμπησε μια μια τις ψίχες των δαχτύλων του πάνω στα χείλη της λες και τα συγχωρούσε. «Μάθε τα να ξέρουν τι να κάνουν».
Εχείνη ήξερε, αναρωτήθηκε αυτός, τι έκανε; «Θα σου βρω ένα δάσκαλο», του δήλωσε.
«Εσύ δεν μπορείς να με διδάξεις;»
«Όχι, όχι». Του έκανε ένα μορφασμό. «Εμείς θα βάζαμε τις φωνές ο ένας στον άλλο».
Της τσίμπησε τη ρόδινη μύτη της.
«Πλάκα θα χει».
«Δεν φωνάζω στην Άννα, την κόρη του δόκτορα Φεντόριν, όταν της κάνω μάθημα πιάνου γιατί εκείνη είναι υπάκουη. Έχω ένα προαίσθημα ότι δεν θα συμβεί το ίδιο και με σένα».
Κοιτάχτηκαν στα μάτια κι εκείνος κατάλαβε ότι διήρκεσε παραπάνω από όσο έπρεπε, όταν άκουσε ένα αχνό βογκητό να βγαίνει από τα χείλη της. Κοίταξε αλλού γιατί ήδη εκείνη είχε δει μέσα του πολλά από αυτά που του συνέβαιναν.
«Βαλεντίνα, νομίζω ότι είναι ώρα να σε πάω σπίτι σου».
Εκείνη μισόκλεισε τις πυκνές της βλεφαρίδες και τον κοίταξε, κι αυτός κατάλαβε ότι αν δεν σηκωνόταν τώρα από τη θέση του, δεν επρόκειτο να σηκωθεί ποτέ. Σαν πρώτο βήμα ελευθέρωσε το χέρι του, όμως η ματιά στο πρόσωπο της τον έκανε να παγώσει στη θέση του. Ήταν ξεκάθαρη, γυμνή. Αποκάλυπτε ολοκάθαρα την ανάγκη της για εκείνον μένα βλέμμα σκοτεινό κι αποφασισμένο.
«Γιενς», του ψιθύρισε με τα μάτια της καρφωμένα πάνω του, «φοβάμαι ότι θα σε χάσω».
«Αγαπημένη μου, δεν πρόκειται ποτέ σου να με χάσεις.
Εμείς ανήκουμε ο ένας στον άλλο. Δεν το έχεις καταλάβει;»
Τύλιξε το χέρι του γύρω της, την τράβηξε πιο κοντά του κι εκείνη έγειρε πάνω του κι έχωσε το κεφάλι της στο στήθος του λες κι έτσι θάκουγε τους χτύπους της καρδιάς του.
Την κράτησε εκεί. Μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν μες στο δωμάτιο, απαλές, στον ίδιο ρυθμό σαν μία ανάσα. Κάθισαν πολλή ώρα έτσι και χάζευαν τις φλόγες της φωτιάς και τις σκιές τους που έπαιζαν ανάμεσα στα πόδια τους. Ο Γιενς της φίλησε το κεφάλι, ζεστό και μυρωδάτο.
«Γιενς». Η φωνή της ακούστηκε πνιχτή. «Μίλα μου για σένα, πες μου ποιος είσαι».
Κανείς ποτέ στο παρελθόν δεν του είχε κάνει παρόμοια ερώτηση. Σκέφτηκε πρώτα και μετά άρχισε να της μιλάει.
Για τα παιδικά του χρόνια, που τα έζησε ανάμεσα στις βάρκες και τις παραλίες της Δανίας, για το πώς έχτιζε διάφορα πράγματα με βότσαλα, με πέτρες, με ξεβρασμένα απ τη θάλασσα ξύλα. Για μια γέφυρα που σχεδίασε και κέρδισε βραβείο, για μια βάρκα που βυθίστηκε και παραλίγο να πνιγούν εκείνος κι ο σκύλος του στον κόλπο. Παραδέχτηκε το πάθος του για τις μηχανές, για οτιδήποτε αποτελείται από κινούμενα στοιχεία, και της μίλησε για τους αδελφούς Ράιτ στην Αμερική και για τον Λουί Μπλεριό στη Γαλλία.
«Αεροπλάνα», της είπε. «Αυτό είναι το μέλλον. Θα το δεις».
Την ένιωσε να χαμογελάει. Δεν τον πίστευε.
«Οι γονείς σου;» τον ρώτησε.
Γι’ αυτό το θέμα δεν της είπε πολλά: Ότι ο πατέρας του είχε τυπογραφείο στην Κοπεγχάγη, ότι διαφώνησαν όταν ο Γιενς του είπε ότι ήθελε να σπουδάσει μηχανικός αντί να ασχοληθεί με το τυπογραφείο. Της είπε για την απογοήτευση στα ευγενικά καστανά μάτια της μητέρας του. Εξακολουθούσε να τους γράφει μια φορά το μήνα, αλλά είχε να πάει στη Δανία πέντε χρόνια.
«Είμαι Ρώσος τώρα», της δήλωσε.
«Είσαι Ρώσος όσο και μια καμηλοπάρδαλη».
Της μίλησε αρκετά για την ελπίδα που έτρεφε για τη Ρωσία και για τη λαχτάρα του να βρει τη σταθερότητα της μέσα από συζητήσεις και συμβιβασμούς, κι όχι μέσα από τη βία. Αλλά δεν της ανέφερε για τον επικείμενο πόλεμο ήταν βέβαιος γι’ αυτό-, προτίμησε να κρατήσει κλειδωμένους μακριά της τους φόβους του. Σιγά σιγά ένιωσε να βαραίνει κι άλλο το κεφάλι της στο στήθος του κι αισθάνθηκε τη γλύκα του κορμιού της να τον διαπερνά. Ο γοφός της είχε γίνει ένα με το δικό του.
«Πες μου για το γιο της κόμισσας».
Κι αυτός της μίλησε για τον Αλεξέι.
«Ο Αλεξέι είναι ο γιος της κόμισσας Σερόβα και είναι έξι χρόνων. Βαλεντίνα, θα σου αρέσει πολύ. Είναι τόσο θαρραλέος». Τα δάχτυλα του χάιδεψαν τους αδύνατους ώμους της εκεί που η στολή είχε χωθεί σχεδόν μέσα στα πλευρά της.