«Σαν κι εσένα», της είπε ανασαίνοντας βαθιά. «Ακριβώς σαν κι εσένα. Αγάπη μου, θα πρέπει να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον Αλεξέι. Δεν μπορώ να γυρίσω την πλάτη μου σαυτό το αγόρι. Ο πατέρας του, ο κόμης Σερόβ, νοιάζεται μόνο για τη φανταχτερή ζωή στην Αυλή του Τσάρου και για την ερωμένη του στο πλούσιο διαμέρισμα της, στην Προκυμαία των Άγγλων. Η κόμισσα είναι θυμωμένη. Τα έχει με το αγόρι γιατί.»
Άφησε τις λέξεις να φύγουν, να μην ειπωθούν. Τα αισθήματα της Ναταλίας Σερόβα ήταν πολύ μπερδεμένα για να ειπωθούν με λίγα λόγια. Ακούμπησε τα χείλη του στο μάγουλο της Βαλεντίνας, ανέπνευσε πάλι τη μυρωδιά του νοσοκομείου που ανέδιναν τα ρούχα της και την αγκάλιασε με τα δυο του χέρια, την κούνησε πάνω του, την κράτησε σφιχτά, την έκανε να γίνει κομμάτι του.
«Βαλεντίνα, να είσαι γενναιόδωρη», της ψιθύρισε. «Άσε με να κρατήσω τον Αλεξέι. Έχω μάθει ναγαπάω αυτό το παιδί και σίγουρα δεν ευθύνεται για τα δικά μου λάθη και της μητέρας του. Εκείνη κι εγώ έχουμε τελειώσει. Μην έχεις καμιά αμφιβολία γι’ αυτό».
Προς μεγάλη του έκπληξη εκείνη δεν έθιξε καθόλου αυτό το θέμα. Ακούμπησε το στόμα της στο δικό του και τον φίλησε άγρια, του έσβησε όλες τις μνήμες από άλλα χείλη, άφησε τα αποτυπώματα μόνο των δικών της, απόμεινε μόνο εκείνη να τον διεκδικεί. Τα δάχτυλα της ξεκούμπωσαν το πουκάμισο του, κάπου μπερδεύτηκαν, και με τις παλάμες της χάιδεψε το κορμί του, διστακτικά στην αρχή. Αλλά όταν εκείνος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της με το χέρι του, αναζητώντας τις απαλές καμπύλες κάτω απ’ τη στολή της, εκείνη έγινε πιο τολμηρή. Τα χέρια της άγγιξαν το γυμνό του στήθος και τα χείλη της άφησαν τα ίχνη τους μέχρι εκεί που χτυπούσε η καρδιά του.
Της φίλησε το λαιμό, γεύτηκε το δέρμα της, ένιωσε τα μαλλιά της ναγγίζουν σαν μεταξένιες κλωστές τα πλευρά του κι οσμίστηκε τη μυρωδιά του γιασεμιού που ανέδινε.
Τη μυρωδιά του πεινασμένου πλάσματος που κρυβόταν μέσα της. Ο πόθος του γιαυτήν κύλησε στις φλέβες του, όπως η φωτιά στο δάσος, και με πολύ κόπο σηκώθηκε όρθιος.
«Βαλεντίνα, όχι». Οι λέξεις ειπώθηκαν με κοφτό ύφος.
"Όλια γλυκιά μου αγάπη, είσαι πολύ μικρή. Πρέπει να σε πάω σπίτι σου». Οι λέξεις που ξεστόμιζε του κόστιζαν αφάνταστα.
Τα μάτια της ήταν μαύρα σαν το μελάνι κι η ανάγκη τους τόσο δυνατή, που εκείνος με κόπο τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της. Ακόμη κι η φωνή της ήταν απαλή και χαδιάρικη.
«Πόσων χρόνων ήσουν όταν έκανες για πρώτη φορά έρωτα σε γυναίκα;»
«Δεν είναι αυτό το θέμα μας».
«Νομίζω ότι αυτό είναι. Εσύ αποφάσισες για τον εαυτό σου. Τώρα κι εγώ σκοπεύω να κάνω το ίδιο».
Σηκώθηκε πάνω με αργές κινήσεις και χωρίς δισταγμό βάλθηκε να ξεκουμπώνει όλα αυτά τα κουμπιά απτα μανικετόκουμπα και το μπούστο της. Δεν τον κοιτούσε καθόλου, ήταν απόλυτα συγκεντρωμένη σαυτό που έκανε, λες κι ήταν ολομόναχη μες στο δωμάτιο. Εκείνος στεκόταν εκεί με την πλάτη στη φωτιά και την παρακολουθούσε. Την παρακολουθούσε που προσπαθούσε ναπαλλαγεί από το ένα μανίκι και για πρώτη φορά είδε τη χλομή επιδερμίδα του ώμου της, τον τρόπο που γυάλιζε στο φως του τζακιού, απαλός και δροσερός σαν βούτυρο γάλακτος.
Την παρακολουθούσε που ξέδενε τα κορδόνια του κορσέ της και διέκρινε ξεκάθαρα τα πλευρά της κάτω από την καμιζόλα της. Την παρακολουθούσε που έβγαζε τις μάλλινες κάλτσες της, ισορροπώντας με άνεση στο ένα πόδι -απόρροια εξάσκησης-, τις δίπλωνε με προσοχή για ναποκαλυφθούν οι κομψοί λευκοί μηροί της. Θα πρέπει να βαριανάσαινε και νακουγόταν, αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου.
Η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπάει κανονικά, όμως εκείνος ορκιζόταν ότι είχε σταματήσει. Ένιωθε πως το μοναδικό που μπορούσε να κάνει ήταν να την παρακολουθεί.
Εκείνη έσκυψε το κεφάλι της, τα μαλλιά της όμοια με γυαλιστερό βέλο της κάλυψαν το πρόσωπο κι εκείνος δεν μπόρεσε να δει την έκφραση της όταν έβγαλε και το τελευταίο της εσώρουχο. Στάθηκε γυμνή μπροστά του, κι ο θεός να τον συγχωρέσει, την ήθελε περισσότερο κι από την ίδια του τη ζωή.
«Είσαι πανέμορφη», της είπε γλυκά.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και του χαμογέλασε. Τα μαγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα και τα μάτια της δεν τα είχε δει ποτέ πιο σκούρα, μια μεγάλη φωτιά τα καίγε, μια φωτιά που έκανε τα χείλη της νανοίγουν και την ανάσα της να βγαίνει λαχανιαστή. Αν ακουμπούσε τα χείλη του στο κορμί της ήταν σίγουρος ότι θα ήταν καυτό.
«Σαγαπάω», του είπε.
Η απόλυτη γύμνια της δήλωσης της ήταν ακόμη ωραιότερη από τη γύμνια του πανέμορφου σώματος της. Εκείνος έσκυψε, μάζεψε την μπέρτα της που στέγνωνε μπροστά στη φωτιά και πήγε προς το μέρος της. Τόσο κοντά, που μπορούσε να διακρίνει μια ανεπαίσθητη γυαλάδα ανάμεσα στα νεανικά της στήθη.