«Βαλεντίνα, αν δεν τυλιχτείς μαυτό αμέσως», της είπε αυστηρά και τύλιξε την κάπα γύρω απτους ώμους της και την έδεσε κάτω από το πιγούνι της, «θα σε βιάσω εδώ μπροστά στο τζάκι». Απέφυγε να κοιτάξει την έκφραση των ματιών της. «Και τώρα ντύσε το θεσπέσιο κορμί σου κι εγώ πάω να φέρω κάτι να πιούμε».
Βγήκε από το δωμάτιο. Στην κουζίνα έσκυψε μπροστά στο νεροχύτη κι έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο του και το λαιμό του. Έβαλε ένα σφηνάκι βότκα και το πιε μονορούφι.
«Βαλεντίνα», μονολόγησε, «πώς είναι δυνατόν ένας άντρας να αγαπάει τόσο πολύ μια γυναίκα; Τι μου έχεις κάνει;»
Της έδωσε λίγο χρόνο. Ύστερα από πέντε λεπτά κι αφού ο σφυγμός του είχε επανέλθει στο κανονικό, θεωρώντας ότι εκείνη θα είχε ντυθεί, ξαναγέμισε το ποτήρι του, έβαλε μια λεμονάδα για εκείνη και μένα ποτήρι στο κάθε χέρι μπήκε στο δωμάτιο. Ένα βαθύ βογκητό βγήκε από μέσα του.
Το φως ήταν σβηστό κι εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο ελαφοτόμαρο που ήταν στρωμένο μπροστά στο τζάκι. Οι λαμπερές φλόγες είχαν στήσει χορό πάνω της κι έκαναν το γυμνό της κορμί να φαντάζει χρυσό. Τον υποδέχτηκε μένα πλατύ χαμόγελο.
«Άραγε όλοι οι Βίκινγκς αργούν τόσο πολύ να βιάσουν τις γυναίκες τους;»
Δηλαδή μέχρι τότε η σάρκα της ήταν πεθαμένη; Θα πρέπει να ήταν. Χλομή, χωρίς ζωή και μαραμένη.
Αλλά εκεί, πάνω στο χαλί, αναστήθηκε μέναν τρόπο που η Βαλεντίνα ούτε καν φανταζόταν ότι ήταν δυνατός. Έπαψε ναναγνωρίζει ότι αυτό ήταν το δικό της δέρμα. Κάθε πόρος του κορμιού της, κάθε φίνα πτυχή του, κάθε απαλό κι ανεξερεύνητο μέρος αποκτούσε μια ξεχωριστή οντότητα και το μόνο που χρειαζόταν ήταν νακουμπήσει ο Γιενς τα χείλη του για να το ζωντανέψει. Το κοίλωμα του λαιμού της, η μέσα μεριά του κάθε της αγκώνα, η λεπτή επιδερμίδα που κάλυπτε τα πλευρά της. Τώρα όλα αυτά δονούνταν από ζωή. Όταν της φίλησε τα στήθη, όταν η γλώσσα του καυτή και υγρή έκανε κύκλους στις θηλές της ήταν λες και το δέρμα της ξανασχηματιζόταν με σκοπό να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήταν μέχρι τώρα.
Τα δάχτυλα της έμπλεξαν στο πουκάμισο του, ακούμπησαν τους ώμους του και κατέβηκαν στο στήθος του, μετά στην πλάτη του, ψηλάφισε τους σκληρούς του μυς. Εξερεύνησε το κορμί του, τα φαρδιά του κόκαλα, με τα χέρια της ταξίδεψε κι έφτασε στα πιο απόκρυφα σημεία του. Ένιωθε την κάψα που ξεχείλιζε από μέσα του. Ή από αυτήν ξεχείλιζε, κι έτρεχε από την καρδιά της μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της; Κι όταν η γλώσσα της έπαιξε με τις χάλκινες τούφες που ξέφευγαν απ’ τη ζώνη του κι έφταναν ψηλά μέχρι το λαιμό του, εκείνος βόγκηξε μέναν τρόπο που αυτή δεν είχε ξαν’ ακούσει ποτέ στη ζωή της. Πρέπει να βγήκε από τα μύχια των πνευμόνων του και με κάποιο τρόπο έγινε κομμάτι της, ένιωσε το κεφάλι της να σφυροκοπάει.
Ο Γιενς πέταξε πολύ γρήγορα τα ρβύχα του και μένα βρυχηθμό που της θύμισε το σφυρί του θεού Θωρ την πήρε αγκαλιά και την πήγε στο κρεβάτι του.
Η Βαλεντίνα δεν ήθελε να φύγει, αλλά ο Γιενς ήταν εκείνος που επέμενε. Ούτε η ίδια κατάλαβε πώς μπόρεσε να κάνει το κορμί της να την υπακούσει και να σηκωθεί, να εγκαταλείψει τα σεντόνια που είχαν τη μυρωδιά του, να πάρει το κεφάλι της απ’ το ζεστό κοίλωμα του μαξιλαριού του.
Η σάρκα της εξακολουθούσε να νιώθει το άγγιγμα του και το κορμί της εξακολουθούσε να τρέμει από ηδονή καθώς εκείνος τη σήκωνε και την έβαζε στο αμάξι του για να τη γυρίσει στο σπίτι του πατέρα της. Όταν ο λακές της άνοιξε την πόρτα ήταν σίγουρη ότι εκείνος θα έβλεπε τη διαφορά πάνω της, θα οσφραινόταν τη μυρωδιά της, κι έτσι αποφάσισε να διασχίσει βιαστικά το χολ.
«Βαλεντίνα!»
Εκείνη σταμάτησε με το ένα πόδι πάνω στο σκαλί, επιφυλακτική λόγω της κακής της εμφάνισης. Ήλπιζε να φτάσει στο δωμάτιο της χωρίς να τη δει κανείς.
«Ναι, μπαμπά;»
Στεκόταν στην πόρτα του σαλονιού, το πρόσωπο του ήταν αναψοκοκκινισμένο. Φορούσε επίσημο βραδινό κοστούμι και στο χέρι του κρατούσε ένα ποτήρι σαμπάνιας το οποίο κούνησε προς το μέρος της, με αποτέλεσμα χρυσές σταγόνες να πέσουν στο λευκό του γιλέκο.
«Βαλεντίνα, είναι αργά».
«Ναι, μπαμπά».
«Πού ήσουν;»
«Στο νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας».
«Μέχρι τώρα;»
«Ήταν ανάγκη. Συνέβη ένα ατύχημα σένα εργοστάσιο». Δεν ήταν καλή στα ψέματα.
Ο πατέρας της κοίταξε τη στολή της με αηδία.
«Αν κρίνω από την εμφάνιση σου, θα πρέπει να τα έκανες όλα με αυτή την ποδιά σου».
«Όχι, μπαμπά».
Δεν ήθελε να τον προκαλέσει, όχι αυτή τη φορά. Το χαμόγελο στα χείλη της δεν ήταν βέβαια γι’ αυτόν, αλλά εκείνος δεν το ήξερε κι έτσι πήγε προς το μέρος της με φιλική διάθεση. Το βάδισμα του δεν ήταν σταθερό.
«Έχω κάτι για σένα». Έψαξε στην τσέπη του και τελικά έβγαλε ένα διπλωμένο γράμμα. «Από το λοχαγό Τσερνόφ».