Ήθελε να κάνει στροφή επιτόπου, νανέβει τρέχοντας τα σκαλοπάτια, να πέσει στο κρεβάτι της και ναποκλείσει εντελώς από το μυαλό της το λοχαγό Τσερνόφ. Τα χέρια της κρέμονταν στα πλευρά της.
«Παρτο, κορίτσι μου».
«Μπαμπά, δεν το θέλω».
«Πάρε το αναθεματισμένο γράμμα».
Ο φάκελος ταλαντευόταν ανάμεσα τους, ξέθωρος και απαιτητικός. Τα δάχτυλα της δεν κουνήθηκαν.
«Μπαμπά, θα το διαβάσω αύριο. Είμαι πολύ κουρασμένη απόψε».
«Εγώ θέλω να το διαβάσεις τώρα. Μπροστά μου».
Απέφευγε να τον κοιτάξει από φόβο μήπως εκείνος διακρίνει τον ερωτά της για τον Γιενς. Κοίταξε τα μαύρα λουστρινένια του παπούτσια, τον πολυέλαιο που με το φως του τα έκανε να λάμπουν ακόμη περισσότερο. Έτεινε το χέρι της κι εκείνος της έδωσε το γράμμα. Αυτή το άφησε εκεί.
«Σε παρακαλώ, διάβασε το».
Με αργές κινήσεις άνοιξε το γράμμα και λέξεις γραμμένες με σταθερό χέρι ξεπρόβαλαν μπροστά της, αλλά ήταν θολές. Αρνιόταν να τις δει και να συγκεντρωθεί σαυτές.
«Λοιπόν;»
Κούνησε το κεφάλι της.
Εκείνος πήρε το γράμμα κι άρχισε να διαβάζει δυνατά: «Αγαπημένη μου Βαλεντίνα.»
«Δεν είμαι αγαπημένη του». Η φωνή της ψιθυριστή κι οι λέξεις ασυνάρτητες. Ο πατέρας της ούτε που το πρόσεξε.
Αγαπημένη μου Βαλεντίνα, Πήρα το θάρρος να σου τηλεφωνήσω αλλά δεν ήσουν σπίτι σου. Ελπίζω να είσαι καλά και να μην έχεις προβλήματα με τις στρατιωτικές περιπόλους που γυρίζουν στην πόλη για να ζηλώνουν τα οδοφράγματα και να διαλύουν τα άτακτα πλήθη. Καλή μου Βαλεντίνα, μην ανησυχείς, η πρώτιστη αποστολή μου θα είναι να σε προστατεύω σαυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Την επόμενη Τετάρτη το βράδυ θα τελεστεί στα Χειμερινά Ανάκτορα ο Μεγάλος Αυτοκρατορικός Χορός και θα ήταν μεγάλη μου τιμή αν με συνόδευες.
Σ’ ευχαριστώ πολύ για την υπέροχη συντροφιά που μου έκανες στου «Ντόνορ».
Ολοκληρωτικά αφοσιωμένος, Στεφάν Τσερνόφ Ο πατέρας της ένευσε ικανοποιημένος και οι φλεβίτσες στα μαγουλά του κοκκίνισαν. Το στήθος του φούσκωσε - εκείνη έβλεπε πόσο ευχαριστημένος ήταν μαζί της.
«Βαλεντίνα, τα πας μια χαρά».
«Μπαμπάκα μου, ξέρω ότι ο κάθε πατέρας θέλει η κόρη του να κάνει έναν καλό γάμο».
Εκείνος σήκωσε το ποτήρι του στην υγειά της.
«Ναι, έτσι είναι».
«Έτσι λοιπόν καταλαβαίνω γιατί κι εσύ θέλεις το καλύτερο για μένα».
«Καλό μου κορίτσι».
Την πλησίασε και την αγκάλιασε από τους ώμους. Η Βαλεντίνα σκέφτηκε πόσο εύκολο τελικά ήταν να πείσει τον πατέρα της να τη συγχωρήσει.
«Ναι, μπαμπάκα μου, αλλά μη με αναγκάσεις να.»
Εκείνος γέλασε και της γαργάλησε το μάγουλο με την κόχη του γράμματος.
«Σώπα, παιδί μου, σώπα». Έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Εκείνη τραβήχτηκε κι έδεσε σφιχτά την μπέρτα πάνω της, κρατώντας τον μακριά της.
«Σε παρακαλώ, ενημέρωσε το λοχαγό Τσερνόφ ότι λυπάμαι πολύ αλλά-»
«Νικολάι, σκοπεύεις να έρθεις κάποια στιγμή εδώ;»
Ήταν η φωνή μιας γυναίκας, ανάλαφρη κι ανεπαίσθητα κομπιασμένη. Ερχόταν από το σαλόνι κι ένα απαλό και δελεαστικό γελάκι μαζί με το τσούγκρισμα ενός ποτηριού σ ένα μπουκάλι ολοκλήρωσαν το κάλεσμα. Δεν ήταν η μητέρα της. Ο πατέρας της δεν έδειξε την παραμικρή ταραχή, ενώ τα σκούρα του μάτια έλαμπαν από χαρά καθώς παρακολουθούσε τη μεγαλύτερη κόρη του. Της χάιδεψε τη μέση στο σημείο όπου τέλειωνε η κάπα της μένα στοργικό πατρικό χάδι.
«Βαλεντίνα, μην είσαι τόσο σοκαρισμένη. Έτσι είναι οι γάμοι. Όταν εσύ κι ο Στεφάν Τσερνόφ παντρευτείτε, σύντομα θα συνηθίσεις, όπως συνήθισε κι η μητέρα σου. Όχι, μη»
Αλλά εκείνη είχε ήδη φύγει. Ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά αφήνοντας τον πίσω με το γράμμα του και τη φιλενάδα του.
Για άλλη μια φορά τα βρόμικα ρούχα τ)ς ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Θα της τα μάζευε η καμαριέρα. Αυτή τη φορά όμως όταν είδε τη λερωμένη της στολή πεσμένη σαν πτώμα στο πάτωμα, συνοφρυώθηκε. Σηκώθηκε, μάζεψε τα βρόμικα ρούχα, τα δίπλωσε και τα άφησε πάνω σε μια καρέκλα για να τα βρει η Όλγα όταν θα ερχόταν. Τα μικρά πράγματα. Αυτά έκαναν τη διαφορά. Τώρα τα πρόσεχε.
Μόνο όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι της και κουλουριάστηκε αγκαλιάζοντας τα γόνατα της, μονάχα τότε επέτρεψε στο μυαλό της την πολυτέλεια να ταξιδέψει αλλού. Τα μάτια της έκλεισαν και στη στιγμή βρέθηκε σένα άλλο μαξιλάρι, σένα άλλο κρεβάτι, σε μιαν άλλη ζωή. Το κορμί της ποθούσε τον Γιενς, ο πόθος της ήταν ένας οξύς πόνος που την έκανε να βογκάει. Η λαχτάρα της γι’ αυτόν έκανε τις φλέβες της να καίνε, έκανε τους μηρούς της να πάλλονται ασταμάτητα. Το αποτύπωμα του είχε μείνει ανεξίτηλο πάνω τους. Η φωτιά του ήταν ακόμη μέσα της, καυτή και πεινασμένη.
Δεν φανταζόταν ποτέ της ότι θα νιώθε έτσι. Ένιωθε την έλλειψη του, την ανάμνηση κάθε του αγγίγματος, τα τρυφερά χείλη του πάνω στα στήθη της, τα χέρια του να τη χαϊδεύουν μέχρι που το κορμί της να γίνεται δικό του. Η επιθυμία της να τον ευχαριστήσει, να τον γευτεί, να του ανήκει. Τα χείλη της τον ζητούσαν απαιτητικά. Το κορμί της κι η ψυχή της σκλάβοι του νακουμπάνε πάνω του, να γίνουν οι δυο τους ένας άνθρωπος και μια ζωή.