«Γιενς», ψιθύρισε μες στο σκοτάδι, «δεν πρόκειται ποτέ μου να σεγκαταλείψω».
Ούτε καν για την Κάτια.
23
Χιονένια σεντόνια κυμάτιζαν με δύναμη στον ουρανό και μετά ηρεμούσαν, σαν τα στρατεύματα που ανασυγκροτούνται λίγο πριν από την επόμενη επίθεση. Οι στέγες κι οι δρόμοι ήταν κατάλευκοι, κι η πόλη που είχε δημιουργηθεί από τον Μεγάλο Πέτρο πάνω σε ένα βρόμικο τέλμα πριν από πολλά χρόνια, τώρα έμοιαζε πανέμορφη και υπερήφανη, ίδια με τους κύκνους του τσάρου.
Ο Αρκίν δεν έδινε καμιά σημασία στην τόση ομορφιά.
Οι αστυνομικοί με τις σκούρες στολές είχαν απορροφήσει όλη του την προσοχή. Ήταν μαζεμένοι δυο δυο και τρεις τρεις στις γωνίες, τα μάτια τους άγρυπνα σαν των λύκων.
Δεν τους περίμενε από τώρα. Είχαν κινηθεί γρήγορα, πράγμα που τον εξέπληξε, κι ήταν εμφανώς νευρικοί. Οι ανειδίκευτοι εργάτες του Ρασπόφ είχαν κατέβει στους δρόμους χτυπώντας δυνατά τα πόδια τους με θόρυβο και φασαρία, όπως τα σκυλιά που έκοψαν τα λουριά τους, φωνάζοντας τα συνθήματα που εκείνος τους είχε διδάξει κι ανεμίζοντας τα προχειροφτιαγμένα λάβαρα τους.
«Θέλουμε δικαιοσύνη!»
«Ενωμένοι θα πολεμήσουμε! Ενωμένοι θα νικήσουμε!»
«Απαιτούμε δίκαιο μισθό!»
«Νίκη στους εργάτες!»
Ξανά και ξανά οι ενωμένες τους φωνές ξεστόμιζαν λόγια που ήταν βάλσαμο για τις καρδιές τους: «Δώστε μας ψωμί! Χλεμπ!»
Πετσί και κόκαλο, αυτό ήταν όλοι τους, ένας σωρός από πετσιά και κόκαλα μέσα σε χιλιοτριμμένα σουρτούκα που δεν τους προφύλασσαν καθόλου απ’ το ρωσικό χειμώνα. Τόσο νέοι, αλλά με την παραίτηση ήδη ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους. Αυτό τον έκανε έξαλλο. Είχε βάλει τα δυνατά του και κάτι παραπάνω να τους πείσει ότι μπορούσαν ναλλάξουν τις άθλιες συνθήκες στο χυτήριο, αν ήταν ενωμένοι. Ανέκφραστα χλομά πρόσωπα τον είχαν κοιτάξει στην αρχή με μάτια χωρίς ελπίδα, παραιτημένα στη μοίρα τους. Ο άνθρωπος που τον είχε βοηθήσει σημαντικά νανάψει τη φωτιά στις πεινασμένες τους κοιλιές ήταν ο Καρλ, ο νεαρός γιος ενός μηχανοδηγού που τον βοηθούσε να κουβαλάει λαθραία όπλα με το τρένο. Δεκαέξι χρόνων μόνο, αλλά ήδη καταλάβαινε πολλά.
«Σύντροφοι, τα πράγματα μπορούν ναλλάξουν», τους είχε πει ο Αρκίν. Ήταν ανεβασμένος πάνω σένα κασόνι έξω στην παγωμένη αυλή του χυτηρίου κι ένιωθε τον ενθουσιασμό τους νανακατεύεται με το χιόνι που πέφτε στα πρόσωπα τους. «Εσείς μπορείτε να ταλλάξετε. Εσείς η εργατιά είσαστε η αληθινή δύναμη - μόνο αν έχετε το κουράγιο να χειριστείτε την κατάσταση».
«Αδέλφια», είχε φωνάξει δυνατά ο νεαρός Καρλ, «ακούτε το σύντροφο μας. Τα αφεντικά μας φέρονται χειρότερα κι από τα ποντίκια. Χθες ο Πασίν έχασε το ένα του χέρι, την περασμένη βδομάδα ο Γκριγκόριεφ παραλίγο να χάσει το κεφάλι του. Ποιος θα είναι ο επόμενος;»
«Οι ώρες που δουλεύετε είναι πολλές», δήλωσε ο Αρκίν.
«Και γίνονται λάθη».
«Δεν υπάρχει καμιά ασφάλεια στη δουλειά», πρόσθεσε ο Καρλ.
«Δεν έχουμε δικαίωμα να παραπονεθούμε».
«Χωρίς νερό. Λες κι είμαστε στην κόλαση. Τόση ζέστη που κάνει στα καμίνια».
«Ενδιαφέρονται ταφεντικά σας;» ο Αρκίν είχε σηκώσει ψηλά τη γροθιά του, στον παγωμένο αέρα.
«Όχι», είχαν απαντήσει οι νεανικές φωνές.
«Ε, τότε ας τους μάθουμε να ενδιαφέρονται!» είχε φωνάξει ο Καρλ.
Κι αυτό ήταν το έναυσμα για την πορεία τους. Ο Ιβάν Σιντόροφ στεκόταν μπροστά στην πύλη του χυτηρίου, τον κοιτούσε με σεβασμό. Ο Ιβάν ήταν εντελώς άλλος άνθρωπος όταν δεν ήταν πιωμένος και πεσμένος πάνω σένα τραπέζι, ήταν ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος στον Αρκίν. Ο Σιντόροφ ήταν αυτός που χε μαζέψει όλους τους ανειδίκευτους στην αυλή. Αντάλλαξαν ματιές, αυτό μόνο. Ήταν αρκετό.
Τους ακολούθησαν κι άλλοι. Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα.
Καθώς περνούσαν απ’ το εργοστάσιο παπουτσιών στη Στρέτσχα Ούλιτσα, μια ομάδα νεαρών αγοριών με δερμάτινες ποδιές ξέσπασαν σε φωνές, κι αμέσως όρμησαν να ενωθούν με το πλήθος του Ρασπόφ. Οι ανειδίκευτοι από το μηχανουργείο του Ταράσοφ ενώθηκαν μαζί τους κι έφτασαν τους τριακόσιους, περπατούσαν ώμο με ώμο και φώναζαν τα συνθήματα τους. Πίσω τους ακολουθούσε ο Σεργκέγιεφ, το χέρι του κρεμασμένο στην κούνια.
«Καλή δουλειά», σχολίασε στον Αρκίν.
Εκείνος ένευσε καταφατικά.
«Πώς είναι η γυναίκα σου;»
«Ανησυχεί για το πώς θα πάνε τα πράγματα σήμερα».
«Πες της ότι θα κάνουμε το βράχο να κατρακυλήσει με δύναμη απ’ το βουνό. Και τίποτα δεν θα μπορεί να τον σταματήσει».
Ο Σεργκέγιεφ σήκωσε τη γροθιά του σένδειξη συμφωνίας αλλά το χρώμα του ήταν σταχτί, λες και το αίμα του είχε γίνει τσιμέντο μέσα στις φλέβες του.