Выбрать главу

«Πήγαινε σπίτι», τον παρότρυνε ο Αρκίν. αΤο χέρι σου σήμερα δεν πάει καλά, φίλε μου. Είμαστε περιττοί τώρα σ αυτούς τους ανειδίκευτους που μύρισαν το άρωμα της νίκης».

«Χα! Είναι στραβάδια κι έχουν μάχες μπροστά τους».

«Αυτό εδώ είναι μόνο μια αψιμαχία. Αυτή είναι η αρχή.

Ας είναι δική τους η μέρα της δόξας». Τον κοίταξε με ανησυχία. «Πήγαινε σπίτι σου. Φρόντισε τη γυναίκα σου».

Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Σεργκέγιεφ τον έσφιξε δυνατά απτον ώμο.

«Καλή τύχη, σύντροφε». Βγήκε από την πορεία των διαδηλωτών κι έφυγε. Στη θέση του μπήκε η ξερακιανή φιγούρα του Καρλ μένα χαμόγελο πλατύ στο νεανικό του πρόσωπο σαν βαθύ πιάτο σούπας.

Κατευθύνθηκαν προς τις σιδηροδρομικές γραμμές, ένα ανοιχτό κι ανεμοδαρμένο μέρος, όπου οι παλιές σκευοφόροι αποσύρονταν για να πεθάνουν μόνες τους. Με τις μπότες τους χτυπούσαν τη χιονισμένη γη. Ο Αρκιν τους άκουγε κι ένιωθε το αίμα του να χτυπάει στις φλέβες του. Ίδια με τον ήχο που κάνουν τα ρωσικά πόδια στις πορείες. Ούτε καν ο τσάρος στον αυτοκρατορικό του θρόνο θα τολμούσε να σφάξει αυτούς τους αθώους. Ένιωσε την ελπίδα, καυτή και υγρή, να κυλάει στα σωθικά του στη σκέψη πώς θα ήταν η πατρίδα του στο μέλλον.

«Αρκίν, καλέ μου άνθρωπε, έβαλες φωτιά στα μυαλά αυτών των νέων».

Ήταν ο πάτερ Μορόζοφ. Άρπαξε το χέρι του Αρκίν. Χιονονιφάδες σχημάτιζαν φωτοστέφανο πάνω στο ψηλό, μαύρο καμηλαύκι του, σαν από κομμένα διαμάντια.

«Αυτός είναι ο Καρλ, ο νεαρός από το χυτήριο του Ρασπόφ. Έχει ήδη αποδείξει ότι είναι δικός μας, πολύτιμος γι αυτή την περίσταση».

Ο παπάς του έδωσε το χέρι του. Το αγόρι το πήρε, έσκυψε το κεφάλι του πάνω από τα γαντοφορεμένα του δάχτυλα και πίεσε πάνω τους τα χείλη του. «Πάτερ», μουρμούρισε με σεβασμό.

Αυτή η απλή χειρονομία ενόχλησε πολύ τον Αρκίν αλλά δεν το σχολίασε. Καλά, δεν καταλάβαιναν; Αυτό ακριβώς ήταν το είδος της δουλοπρέπειας που προσπαθούσαν να ξεριζώσουν οι μπολσεβίκοι. Δεν υπήρχε θέση για θρησκεία στη μελλοντική Ρωσία, σεκείνη τη Ρωσία όπου όλοι θα ήταν ίσοι. Όχι υποκλίσεις, όχι γονυκλισίες. Ούτε καν στο Θεό.

«Έρχονται;» ρώτησε ανυπόμονα ο Αρκίν.

Ο Μορόζοφ χαμογέλασε.

«Ντα».

«Πότε;»

«Από λεπτό σε λεπτό».

«Ωραία. Κράτησαν την υπόσχεση τους».

Ο Καρλ κοιτούσε πότε τον ένα και πότε τον άλλο.

«Ποιοι; Ποιοι έρχονται;»

«Οι εργάτες των σιδηροδρόμων», τον ενημέρωσε ο Αρκίν. «Αυτό το ντεπό έχει κατέβει σε απεργία προκειμένου να υποστηρίξει τους ανειδίκευτους».

«Είναι κι αυτό μια αρχή», είπε ήρεμα ο Καρλ. «Έτσι δεν είναι;»

«Ναι».

Το αγόρι ίσιωσε την πλάτη του και διαγράφηκε καθαρά το κοκαλιάρικο στέρνο του.

«Σύντροφε Αρκίν, σύντροφε πάτερ, είμαι περήφανος που συμμετέχω σαυτή τη σπουδαία-»

«Να τοι!» ακούστηκε μια φωνή απ’ το πλήθος. «Οι σιδηροδρομικοί είναι εδώ!»

Την άλλη στιγμή ο αέρας δονήθηκε από ανυπόμονες φωνές και μια φάλαγγα περίπου εκατό ή και παραπάνω αντρών με ναυτικά κασκέτα και εργατικές φόρμες εμφανίστηκαν στις γραμμές με υψωμένες στον ουρανό τις γροθιές τους.

«Πάτερ», μουρμούρισε ο Αρκίν, «ευχαρίστησε εκ μέρους μου το Θεό».

Ο παπάς έκλεισε τα μάτια του και χαμογέλασε όση ώρα μιλούσε στον Κύριο του. Ένας από τους σιδηροδρομικούς, ένας γεροδεμένος άντρας με βροντερή φωνή, σκαρφάλωσε σε μια σκουριασμένη βάση κι έβγαλε ένα λόγο που έκανε τους ανειδίκευτους να παραληρούν από ενθουσιασμό. Ούτε καν η κρυσταλλιασμένη κουρτίνα του χιονιού μπορούσε να σβήσει τη λάβα που κυλούσε στις φλέβες τους ή το θυμό που γιγαντωνόταν, σκληρός και κοφτερός όπως ο πύργος του Ναυαρχείου. Ο Αρκίν ήταν ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα της πρωινής του δουλειάς.

«Έρχεται το ιππικό!» φώναξε κάπου από πίσω ένας εργάτης.

Είχαν στείλει το στρατό. Οι ανειδίκευτοι κι οι εργάτες των τρένων δεν αντέδρασαν σχεδόν καθόλου, αλλά ο Αρκίν πήδησε πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη άμαξα.

«Ετοιμαστείτε! Ο στρατός είναι εδώ».

Κάτω απτα σακάκια και τα παλτά εμφανίστηκαν ξαφνικά σιδερόβεργες. Ο ήχος από τις οπλές των αλόγων δυνάμωσε καθώς κάλπαζαν πάνω στο λιθόστρωτο, και το πέπλο του χιονιού σκίστηκε στη μέση, όπως η Ερυθρά Θάλασσα, για ναποκαλυφθεί μια διμοιρία από κατακόκκινες στολές πάνω σε άλογα, με τις κάπες τους νανεμίζουν στον αέρα. Σταμάτησαν κι απλώθηκαν σε μια μακριά γραμμή, μπλοκάροντας τις εισόδους για να μην μπορούν να διαφύγουν από πουθενά οι διαδηλωτές.

Ο πανικός έκανε την εμφάνιση του. Πέταξε από αγόρι σε αγόρι, λαχανιάσματα και νευρικές φωνές, ωστόσο τα παιδιά μιμήθηκαν τους σιδηροδρομικούς. Με τραβηγμένα πρόσωπα κοίταζαν τις σπάθες που ανέμιζαν οι στρατιώτες. Το χιόνι καθόταν πάνω τους λες κι ήθελε να απαλύνει την απειλή.