«Διαλυθείτε αμέσως!»
Η διαταγή ήρθε από το λοχαγό που ήταν επικεφαλής.
Καθόταν πάνω σένα υπέροχο άλογο, έτοιμο να ορμήσει, με το μπροστινό του πόδι ανάδευε τη σκόνη και το ποδοπατημένο χιόνι. Ο ιππέας κάρφωσε τη ματιά του στον εργάτη που στεκόταν πάνω στη σκουριασμένη βάση.
«Διαλυθείτε αμέσως!» διέταξε ξανά.
Ο Αρκίν κουνήθηκε. Πέρασε ανάμεσα από τους ανειδίκευτους κι έφτασε γρήγορα μπροστά, κοντά στους στρατιώτες.
«Τα παιδιά δεν πρόκειται να βλάψουν κανένα». Η φωνή του ήταν ήρεμη.
Ο λοχαγός του έριξε μια ματιά και κάτι σαυτό που είδε τον έκανε να σταματήσει και να τον ξανακοιτάξει.
«Ποιος είσαι εσύ;» απαίτησε να μάθει.
«Ένας σύντροφος των ανειδίκευτων εργατών», είπε κοφτά. «Λοχαγέ, μη δημιουργήσετε καμιά φασαρία. Δεν θέλουμε αιματοχυσίες».
Το στόμα του λοχαγού στράβωσε αποκαλύπτοντας ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
«Δεν θέλουμε;»
«Όχι. Αυτά τα νεαρά αγόρια είναι.»
«Επικίνδυνα».
«Όχι. Εκφράζουν τη δυσαρέσκεια τους κι απαιτούν να ακουστούν».
«Θέλουμε δικαιοσύνη», είπε με επιμονή ο Καρλ. Έσφιγγε δυνατά στις χούφτες του μια σιδερόβεργα.
«Ε τότε, νεαρέ ταραχοποιέ, δικαιοσύνη θα έχεις».
Χωρίς καμιά προειδοποίηση ο λοχαγός τεντώθηκε κι ανέμισε τη σπάθα του στον αέρα. Ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα, αυτό ήταν όλο κι όλο. Ο Αρκίν ήταν γρήγορος, αλλά όχι όσο έπρεπε. Τράβηξε κάτω το νεαρό του φίλο κι έτσι η σπάθα που σκόπευε να κόψει το χλομό λαιμό του αγοριού πρόλαβε μόνο να του κόψει το ένα ρουθούνι. Κατακόκκινο αίμα πλημμύρισε το πιγούνι του.
Οι εργάτες των σιδηροδρόμων όρμησαν στη στιγμή. Βρισιές ξεστομίστηκαν εναντίον των ιππέων. Τα αίματα άναψαν. Σιδερόβεργες και βαριά εργαλεία έπιασαν δουλειά τώρα που στη διαδήλωση ξέσπασε η βία. Αυτό ακριβώς ήθελε ναποφύγει ο Αρκίν, γι’ αυτό είχε ανακατέψει τους ανειδίκευτους με τους έμπειρους σιδηροδρομικούς στην πρώτη γραμμή. Τράβηξε πίσω τον Καρλ και κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπο του αγοριού. Με το ένα του χέρι κρατούσε τη μύτη του, αίμα κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα του, ενώ τα ανοιχτόχρωμα μάτια του έκαιγαν. Θυμός, όχι φόβος, ήταν αυτός που έκανε τη γροθιά του Αρκίν να τρέμει όταν τον άρπαξε απ’ το μπράτσο.
«Πήγαινε πίσω από τους σιδηροδρομικούς», τον διέταξε ο Αρκίν. «Προετοίμασε τους ανειδίκευτους για να μας υποστηρίξουν».
Το αγόρι εξαφανίστηκε. Το χιόνι έπεφτε πυκνό σαν ένα χοντροκαμωμένο άσπρο πανωφόρι κι οι φωνές δυνάμωσαν.
Η επιδρομή των Ουσάρων, όταν τελικά έγινε, ήταν γρήγο~ ρη σαν αστραπή. Τα άλογα πετάχτηκαν μπροστά, οι σπάθες θέριζαν δεξιά κι αριστερά με ωμότητα. Ουρλιαχτά ανάκατά με δυνατές φωνές υψώθηκαν στον ουρανό, ενώ το χιόνι στη γη μάτωνε από πόδια που τα ποδοπατούσαν οπλές αλόγων. Οι σιδερόβεργες ανεβοκατέβαιναν πάνω στους ιππείς, σπασμένα κόκαλα και φτέρνες που είχαν μπερδευτεί με τους αναβολείς έγιναν ένα, ώσπου οι στολές εξαφανίστηκαν κάτω από μια μάζα από εργατικές μπότες. Κι απ την άλλη οι σπάθες εξακολουθούσαν το έργο τους με εξαιρετική δεξιοτεχνία, ξανά και ξανά, πότε ξεσκίζοντας μια πλάτη, πότε πετσοκόβοντας ένα μάγουλο, ένα λαιμό. Υποχώρηση, ανασύνταξη, υποχώρηση. Μέχρι και το χιόνι που στροβιλιζόταν στον αέρα έγινε κόκκινο καθώς τα άλογα σε σχηματισμούς ανεβοκατέβαιναν στις ράγες.
Ο Αρκίν έβγαλε το μικρό πιστόλι του Σεργκέγιεφ που έκρυβε στο πανωφόρι του. Έξι φορές σκόπευσε, έξι φορές ισάριθμα στήθη βάφτηκαν κόκκινα. Οι εργάτες πολεμούσαν με θυμό. Τα άλογα έπεφταν στα γόνατα. Τα κράνη ακολουθούσαν. Ο Αρκίν ρίχτηκε στη μάχη, ξέφευγε απτις λεπίδες, απέφευγε χτυπήματα, όλη την ώρα πλησιάζοντας τον ψηλό ξανθό λοχαγό που ήταν πάνω στο μαύρο σαν το διάβολο άλογο του.
Ο Αρκίν βρήκε τον Καρλ με το στήθος του ματωμένο.
Τα νεανικά του μάτια ορθάνοιχτα κοιτούσαν το χιόνι που έπεφτε, όμως ήταν γυάλινα κι άψυχα. Νιφάδες σκέπαζαν τα βλέφαρα του κι έλιωναν στα ζεστά του μάτια σαν δάκρυα.
Ο Αρκίν έσπασε το λαιμό του στρατιώτη που στεκόταν από πάνω του με τη σπάθα του ακόμη να στάζει αίμα, κι αυτός κύλησε δίπλα στον Καρλ. Μετά έκλεισε τα μάτια του αγοριού. Όλα γίνονταν θυσία σε τούτο τον κόσμο. Ακόμη και οι αθώοι. Γράπωσε τη σπάθα και μένα άγριο μουγκρητό όρμησε στις κατακόκκινες στολές.
Οι γυναίκες δούλευαν πάρα πολύ σκληρά. Η Βαλεντίνα το συνειδητοποίησε πολύ γρήγορα. Στο νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας οι γυναίκες δούλευαν πάρα πολύ σκληρά και πληρώνονταν ελάχιστα, μα δεν παραπονιόντουσαν. Στους άντρες νοσοκόμους συμπεριφέρονταν διαφορετικά -η Βαλεντίνα πίστευε ότι δεν το άξιζαν-, ενώ στους γιατρούς φέρονταν λες κι ήταν η ενσάρκωση του Θεού.
Εκείνη ήταν συγκεντρωμένη στα καθήκοντα της και μιλούσε ελάχιστα. Δεν την πείραζε που τις περισσότερες ώρες έτριβε διάφορα πράγματα κι αποστείρωνε εργαλεία. Της άρεσε. Τα κρατούσε με σεβασμό, έβρισκε μιαν απρόσμενη ευχαρίστηση στις φίνες ατσαλένιες άκρες τους και στα περίεργα σχήματα τους. Της άρεσε που το καθένα εξυπηρετούσε και διαφορετικό σκοπό: μια τσιμπίδα, μια μήλη, μια σύριγγα και τόσα άλλα που μπορούσε μόνο να τα μαντέψει.