Κάθε μέρα αυτή κι άλλες ανειδίκευτες συνάδελφοι της έπαιρναν οδηγίες επί μια ώρα, στις οποίες ήταν απολύτως συγκεντρωμένη, όπως όταν μάθαινε ένα καινούργιο κομμάτι στο πιάνο. Μέσα στους θαλάμους έκανε έξυπνες ερωτήσεις και πρόσεχε πολύ τις απαντήσεις.
«Ξέρεις ν’ ακούσ», της είπε ένας ασθενής.
Το νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας ήταν για φτωχούς.
Είχε φτιαχτεί πριν από εκατό, ίσως και παραπάνω χρόνια, κατόπιν επιμονής της Μεγάλης Αικατερίνης, αλλά ποτέ δεν υπήρχαν αρκετά κρεβάτια, ούτε αρκετοί θάλαμοι. Ένα ατέλειωτο ποτάμι από αρρώστιες και θάνατο πλημμύριζε τις πόρτες του και πολλοί ήταν εκείνοι που πήγαιναν εκεί γιατί δεν είχαν καμιά ελπίδα να θεραπευτούν πουθενά αλλού. Η Βαλεντίνα όμως μάθαινε να αφήνει και κάποια πράγματα έξω απ’ το μυαλό της. Όπως σήμερα το πρωί που ένας άντρας ήταν πεσμένος στα σκαλοπάτια σαν ψόφιο γατί. Οι άνθρωποι που είχαν λεφτά δεν χρησιμοποιούσαν τα νοσοκομεία: Αυτά ήταν μέρη όπου πήγαινες για να πεθάνεις. Οι γιατροί πήγαιναν στα σπίτια των αξιοσέβαστων ανθρώπων, ακόμα και δέκα φορές την ημέρα αν χρειαζόταν, και θεράπευαν τους ασθενείς στο κρεβάτι τους ακόμη και μικροεπεμβάσεις έκαναν εκεί. Μόνο για μια σοβαρή επέμβαση ένας ευκατάστατος ασθενής θα χρησιμοποιούσε το νοσοκομείο.
Η Βαλεντίνα βύθισε τα χέρια της στη σαπουνάδα κι άρχισε να τρίβει ένα ιατρικό εργαλείο, αλλά έπειτα από ένα λεπτό σήκωσε τα χέρια της και τα κβίταξε προσεκτικά: Κόκκινα και τραχιά, με σκασίματα στους κόμπους. Ένιωσε ντροπή. Χέρια νοσοκόμας κι όχι χέρια πιανίστριας. Και τότε μίσησε τον εαυτό της που νοιαζόταν γιαυτά τα πράγματα.
Μια πόρτα άνοιξε διάπλατα πίσω της.
«Α, εδώ είσαι. Σε χρειαζόμαστε».
Η Βαλεντίνα γύρισε να δει, σαπουνάδες έσταζαν στο πάτωμα. Ήταν η νεαρή Ντάρια Σπατσιέβα, η νοσοκόμα που γνώρισε όταν ήρθε για τη συνέντευξη της, αυτή με τα μαύρα μαλλιά και το βρομόστομα. Το πλατύ της χαμόγελο είχε κάνει φτερά σήμερα.
«Ξέρεις», ρώτησε η Βαλεντίνα, «ότι είσαι βουτηγμένη στο αίμα;»
«Πρέπει να έρθεις», είπε η κοπέλα, «γρήγορα».
Ο αέρας ήταν αποπνικτικός και βαρύς. Μπαίνοντας στον ανδρικό θάλαμο νόμιζε ότι είχε χώσει το κεφάλι της μέσα σε μια πολυκαιρισμένη κουβέρτα. Αίμα και πόνος κι ένας βαθύς φόβος είχαν στοιβαχτεί στο δωμάτιο, κι ήταν τόσο γεμάτο που περίσσευε ελάχιστος χώρος. Κορμιά σκορπισμένα παντού: στα κρεβάτια, στα στρώματα, στο πάτωμα, σε φτενές κουβέρτες, σε γυμνές σανίδες. Τόσα κορμιά, μα τόσο πολλά.
«Τι συνέβη;» ζήτησε να μάθει η Βαλεντίνα.
«Οι Ουσάροι».
«Επίθεση;»
«Δεν κουνούσαν πέρα δώθε τις γυαλιστερές τους σπάθες για να σκοτώνουν μύγες».
Η Βαλεντίνα κοιτούσε τα αρυτίδωτα νεανικά τους μάγουλα. Νέοι άντρες, άντρες με όνειρα που τους τα είχαν κάνει κομμάτια. Αίμα ανάβλυζε απτα κεφάλια τους, πληγές σαν τεράστιες τρύπες έχασκαν ανοιχτές στους ώμους τους.
Άντρες πεζοί εναντίον ιππέων.
«Τσιορτ!» βλαστήμησε η Βαλεντίνα.
Ο λοχαγός Τσερνόφ είχε κρατήσει την υπόσχεση του.
«Ντάρια», είπε ενώ τα μηνίγγια της κόντευαν να σπάσουν, «από πού ναρχίσω;»
«Αδελφή Ιβάνοβα, πάρε αυτά. Κάνε γρήγορα».
Η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια της έχωσε στο χέρι ένα μάτσο λαβίδες και ήρεμα αλλά αποφασιστικά κίνησε να πάει στην άλλη άκρη του θαλάμου, εκεί που η Ντάρια προσπαθούσε να προλάβει έναν άντρα με επίδεσμο στα μάτια γιατί θα κουτούλαγε στην πόρτα. Η Βαλεντίνα ακούμπησε απαλά το χέρι της στον ασθενή που ήταν μπροστά της.
Ήταν πεσμένος μπρούμυτα.
«Γεια, είμαι η σανιτάρκα Ιβάνοβα».
Η φωνή της ακούστηκε σταθερή και καθησυχαστική.
Με το ψαλίδι έσκισε το σακάκι του από κάτω μέχρι πάνω, το γιακά του, μετά έκανε το ίδιο με το πουκάμισο του. Δυο μακριά κοψίματα, το ένα δίπλα στο άλλο είχαν κομματιάσει την πλάτη του σαν κόκκινες γραμμές τρένου. Έπλυνε τις τομές με αντισηπτικό, αλλά μόλις σκούπιζε το αίμα καινούργιο ανάβρυζε από τη λευκή του επιδερμίδα. Χρειαζόταν ράμματα. Όση ώρα έκανε δουλειά, του μιλούσε συνεχώς.
Τα φοβισμένα του μάτια, καθώς είχε γυρισμένο το κεφάλι του στο πλάι, ήταν καρφωμένα πάνω της.
«Σε λίγα λεπτά θα είναι εδώ ο γιατρός», τον καθησύχασε. «Το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγα ράμματα». Πήρε έναν επίδεσμο και πίεσε το τραύμα για να ανακόψει τη ροή του αίματος. «Σύντομα θα γυρίσεις στη δουλειά σου».
«Μας περίμεναν. Κι ήταν αποφασιαμένοι αυτή τη φορά να μας πετσοκόψουν».
«Κάνατε πορεία;»
«Νιετ. Όχι. Ήμασταν μαζεμένοι στην αυλή. Εγώ κι οι άλλοι ανειδίκευτοι εργάτες».