«Οι στρατιώτες σας επιτέθηκαν μες στην αυλή του εργοστασίου ;»
«Όχι». Τα μάτια του αν και κλειστά πετάρισαν, άνοιξαν πάλι κι έκλεισαν, μικρές ευαίσθητες κινήσεις, και μια γουλιά εμετού κύλησε απ’ το στόμα του. «Πήγαμε στο ντεπό του σιδηρόδρομου για να μιλήσουμε με τους εργάτες εκεί.
Ο αρχιεργάτης τους ήταν.» Άρχισε να κλαίει με λυγμούς σαν αγριεμένο ζώο.
«Σςς, εδώ είσαι μια χαρά». Τον χάιδεψε στα μαλλιά κι ήταν σκληρά και ξεραμένα απ’ το αίμα. Του χάιδεψε το μάγουλο. Το λαιμό.
«Αδελφή», ψιθύρισε εκείνος με τα μάτια του κλειστά, «δεν μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου».
«Μπίστρο! Γρήγορα!»
Ένας γιατρός με άσπρο σακάκι τη φώναζε. Όλη την ημέρα αυτό γινόταν: Νέοι άντρες μεταφέρονταν με τα καρότσάκια, στους ώμους, σε πρόχειρα φορεία. Η Βαλεντίνα θωρακίστηκε όσο μπορούσε απέναντι στα δάκρυα και τα βογκητά. Έμαθε να κρατάει το χέρι του τραυματία πάνω στο λαιμό της, γιατί ο δυνατός σφυγμός που υπήρχε εκεί του έδινε με κάποιον τρόπο κάτι για να κρατιέται ζωντανός.
Έμαθε να μη λέει: «Σςς», αλλά τους άφηνε να μιλάνε, να κλαίνε ή να φωνάζουν, να κάνουν οτιδήποτε τους εκτόνωνε.
Τους έγραφε ραβασάκια για τις αγαπημένες τους, έβρεχε με νερό τα ξεραμένα τους χείλη και ξετύλιξε τόσα καρούλια επιδέσμων που νόμιζε ότι είχαν πια γίνει προέκταση των χεριών της, λωρίδες από λευκές γάζες που τυλίγονταν γύρω από χέρια, πόδια, κεφάλια - για να κρατιούνται ατόφυα τα νεανικά τους κορμιά.
«Μπίστρο!»
«Μάλιστα, γιατρέ».
«Μια μονάδα μορφίνης εδώ».
«Μάλιστα, γιατρέ».
Ένα νεαρό αγόρι, μαυριδερό σαν Τσιγγανόπουλο, όχι πολύ μεγαλύτερο από την Κάτια, ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα με τα αδύνατα μπράτσα του σταυρωμένα στο στήθος του.
Το κορμί του γυάλιζε απτον ιδρώτα. Χαμογέλασε στη Βαλεντίνα χωρίς να πάψει να μουρμουράει τις προσευχές του.
Εκείνη έριξε δυο σταγόνες παυσίπονου από ένα φιαλίδιο σ ένα μικρό ποτήρι και του σήκωσε το κεφάλι για να πιει το υγρό. Οι κόρες των ματιών του ήταν διασταλμένες.
«Σπασίμπα». Η λέξη ίσα που ακούστηκε. «Ντα σβιντάνια. Αντίο».
«Ποδοπατήθηκε», μουρμούρισε ο γιατρός, «από τάλογα τους».
«Υπάρχει εδώ παπάς;» ρώτησε γρήγορα η Βαλεντίνα.
«Είναι στο διπλανό θάλαμο». Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. «Σήμερα δεν προλαβαίνει να προσφέρει τις υπηρε σίες του». Σήκωσε το κεφάλι του και για πρώτη φορά κοίταξε καλά τη νεαρή νοσοκόμα που ήταν δίπλα του.
«Βαλεντίνα! Αγαπημένο μου κορίτσι, δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ. Με τη στολή σου είσαι άλλος άνθρωπος.»
«Ξέρω, δόκτωρ Φεντόριν. Μοιάζουμε όλες οι νοσοκόμες».
«Εντελώς». Έτριψε τα μάτια του. «Αλλά εσύ κι η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια με το ζόρι ανήκετε στο ίδιο είδος».
Το χαμόγελο που σχηματίστηκε ήταν μια ανακούφιση στους σφιγμένους μυς του προσώπου της και την έκανε ν απλώσει το χέρι της στο λαιμό του, έτσι όπως είχε δει να κάνει η κόρη του όταν ήθελε να τον ευχαριστήσει.
«Γιατρέ, πρέπει να ξεκουραστείτε».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι.
«Όταν σε πρότεινα στην Αγία Ισαβέλα δεν σκεφτόμουν ακριβώς αυτό το σημερινό». Για ένα λεπτό ο δόκτωρ Φεντόριν πήρε τα μάτια του από τους τραυματίες του θαλάμου και κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπο της Βαλεντίνας. Εκείνη αναρωτήθηκε τι να έβλεπε. «Πρόκειται για το βάπτισμα του πυρός», της είπε ήρεμα.
Το αγόρι στο κρεβάτι σήκωσε το ένα του χέρι κι έκανε το σημάδι του σταυρού στον αέρα. «Το βάπτισμα του αίματος», διόρθωσε το γιατρό με τα μάτια του καρφωμένα στη Βαλεντίνα.
«Θα σου φέρω τον παπά», του είπε εκείνη, έσφιξε το χέρι του αγοριού κι εξαφανίστηκε.
Αλλά παπάς δεν υπήρχε στο διπλανό θάλαμο. Κι η Βαλεντινα παρέβη τους κανονισμούς. Σήκωσε τη φούστα της κι έτρεξε στο διάδρομο ψάχνοντας για μια μαυροντυμένη φιγούρα. Αρνιόταν ναφήσει το αγόρι να πεθάνει χωρίς άφεση αμαρτιών. Πρέπει να είσαι σκληρή, της είχε πει ο Γιενς.
Για ναντιμετωπίζεις το αίμα και τις πληγές.
Ένα χέρι έπεσε βαρύ στον ώμο της, τόσο βαρύ που παραλίγο να της τσακίσει τα κόκαλα, κι αυτή ξαφνιάστηκε.
«Παιδί μου, μη φοβάσαι».
Σταμάτησε το τρεχαλητό και πρόσεξε τον άντρα που λες κι είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Έμοιαζε κάπως με παπάς. Ήταν εντυπωσιακός με τους φαρδείς του ώμους να τονίζονται από την απλή, μαύρη καζάκα του. Υπήρχε κάτι πάνω του που την έκανε να θέλει να φύγει. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και στρογγυλά, ένα απίστευτα ξέθωρο γαλανό, και χωμένα βαθιά στις κόγχες τους. Δεν πετάριζαν καθόλου, μόνο την κοιτούσαν επίμονα. Σαν να καίγονταν. Δεν μπορούσε να βρει καταλληλότερο χαρακτηρισμό. Είχαν καρφωθεί πάνω της κι είχαν τρυπώσει τόσο βαθιά στους διαδρόμους του μυαλού της, που εκείνη λαχταρούσε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε.
«Χρειάζομαι έναν παπά», του είπε γρήγορα.