«Παιδί μου.» Η φωνή του ήταν βαθιά, τα λόγια του μετρημένα. Στον παγωμένο διάδρομο αντηχούσαν επιβλητικά.
«Παιδί μου, ολόκληρο το ανθρώπινο γένος χρειάζεται έναν παπά που θα του δείξει το μονοπάτι που οδηγεί στο Θεό.
Βλέπω ότι είσαι αναστατωμένη. Άσε Αυτόν να σεξαγνίσει».
Εκείνη σχεδόν έσκασε στα γέλια, γιατί αυτός ο παράξενος άντρας κάθε άλλο παρά αγνός έδειχνε. Το βλέμμα της καρφώθηκε στη μακριά, αχτένιστη γενειάδα του που ήταν βρομερή και γεμάτη αποφάγια. Η καζάκα του ήταν λεκιασμένη και τα χέρια του το ίδιο. Το χειρότερο απόλα ήταν ότι έζεχνε. Το μοναδικό καθαρό πράγμα πάνω του ήταν ο σταυρός που κρεμόταν σε μια αλυσίδα γύρω απ’ το λαιμό του.
«Ίσως θα έπρεπε να ζητήσεις από το Θεό να εξαγνίσει πρώτα εσένα», του πρότεινε. «Αλλά κάνε γρήγορα σε παρακαλώ. Πρέπει να-»
Την πρόλαβε. Με τα πελώρια βρομερά του χέρια. Της έσφιξε το κεφάλι και κάρφωσε τη δυνατή του ματιά πάνω «Εσύ είσαι αυτή που με έχεις ανάγκη, μαλίσκα, μικρούλα μου. Μπορώ να σου δώσω την ειρήνη που αποζητάς. Στο όνομα του Κυρίου».
Έσκυψε το κεφάλι του σαν για να τη φιλήσει στο μέτωπο, το φιλί του Χριστού, αλλά την τελευταία στιγμή τη φίλησε στα χείλη. Έκπληξη και σιχασιά ένιωσε η Βαλεντίνα καθώς το στόμα του, πελώριο και σπηλαιώδες, κατάπιε το δικό της.
Αντέδρασε βίαια. Τον χαστούκισε στο μάγουλο, ο ήχος του χαστουκιού πνίγηκε στην πυκνή του γενειάδα κι όλα τα βάσανα της ημέρας έγιναν θυμός που ξέσπασε λάβρος.
«Εσύ δεν είσαι άνθρωπος του Θεού. Είσαι ένας τιποτένιος, ένας σιχαμερός λάγνος που.»
Εκείνος γέλασε, ένα δυνατό γέλιο ευχαρίστησης, λες και τα λόγια που τον στόλιζε η κοπέλα ήταν λόγια επαινετικά.
Η Βαλεντίνα προσπάθησε να τον ξαναχαστουκισει, αλλά δεν άντεχε στην ιδέα να τον αγγίξει πάλι. Σκούπισε το στόμα με το χέρι της και τραβήχτηκε μακριά του.
«Σε χρειάζεται ένα αγόρι που πεθαίνει», της είπε.
«Δεν με χρειάζεται. Εσύ είσαι αυτή που με χρειάζεσαι».
«Δεν είσαι αληθινός παπάς, έτσι δεν είναι;»
«Εγώ είμαι ένας φτωχός στάριτς, ένας άγιος άνθρωπος.
Με ταπεινότητα προσφέρω τον εαυτό μου σε ψυχές που υποφέρουν, σαν τη δική σου την ψυχή. Ψυχές που δεν ξέρουν πώς να βρουν το δρόμο τους».
«Η ψυχή μου είναι δική μου υπόθεση», του είπε. «Εσύ δεν είσαι στάριτς. Αυτό το αγόρι χρειάζεται ένα σωστό παπα». Τα ξέθωρα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της κι εκείνη ένιωσε τη γλώσσα της να μουδιάζει και το μυαλό της να παρασύρεται. Με μεγάλη προσπάθεια ανάγκασε τον εαυτό της ναπομακρυνθεί από τη μαύρη φιγούρα και διέσχισε βιαστικά το διάδρομο. Έκανε πολύ κόπο για να βγάλει απ’ το μυαλό της την ακάθαρτη φιγούρα του.
«Αδελφή», τη φώναξε εκείνος με μπάσα φωνή, «μαλίσκα, θα ξανασυναντηθούμε εσύ κι εγώ, όταν θα είσαι έτοιμη να μου δώσεις ένα φιλί με αντάλλαγμα την ψυχή σου».
Η Βαλεντίνα βρήκε παπά, έναν αληθινό παπά. Φορούσε ένα χειροποίητο μάλλινο ράσο ξεφτισμένο στο στριφωμα, ένα πετραχήλι γύρω απ’ το λαιμό του κι ένα ψηλό, μαύρο καμηλαύκι που είχε δει και καλύτερες μέρες. Με την πρώτη ματιά τον πέρασε για κάποιον χωριάτη παπά που είχε έρθει στο νοσοκομείο από ένα μακρινό χωριό όταν έμαθε για το μακελειό, αλλά όταν εκείνος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της και σήκωσε το κεφάλι του από έναν πληγωμένο που τον έψελνε, τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο παπάς που είχε δει με τον Αρκίν, σαυτόν που είχε πέσει πάνω του όταν ο σοφέρ ξεφόρτωνε σακιά με πατάτες στην εκκλησία. Καθώς έτρεχε βιαστικά προς το μέρος του αναρωτήθηκε πόσα μυστικά είχαν ακούσει οι παπάδες, πόσες εξομολογήσεις τους τριβέλιζαν το μυαλό.
αΠάτερ, χρειάζομαι τη βοήθεια σου».
«Τι συμβαίνει, αδελφή;»
«Ένας νεαρός πεθαίνει».
Η αντίδραση του δεν ήταν αυτή που περίμενε, γιατί ενώ βάδιζε δίπλα της φαινομενικά ήρεμος, όταν εκείνη τον οδήγησε στον άλλο θάλαμο, οι μπότες του κλότσησαν με λύσσα το ξεφτισμένο του στρίφωμα.
«Πάτερ, ξέρεις τι συνέβη;»
«Οι ανειδίκευτοι δουλεύουν σε τραγικές συνθήκες». Αντίθετα από τα πόδια του, η γλώσσα του ήταν προσεκτική.
«Είχαν ένα σημείο συνάντησης αφότου ένας από αυτούς έχασε το χέρι του σε μια μηχανή, αλλά υπάρχουν παντού κατάσκοποι της Αστυνομίας». Κούνησε το κεφάλι του, σήκωσε τη Βίβλο που κρατούσε και την έφερε μπροστά στα μάτια του. «Είθε ο Κύριος να δείξει έλεος στις ψυχές των στρατιωτών, γιατί εμένα μου στέρεψε. Τους καταριέμαι, πολλούς από αυτούς, να καούν στην Κόλαση». Έσφιξε δυνατά τη Βίβλο, λες και θα μπορούσε να του απαντήσει το μαύρο της κάλυμμα. «Οι ανειδίκευτοι είναι λίγο μεγαλύτεροι από μικρά παιδιά».
«Μου είπαν, όμως, ότι ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους εργάτες των σιδηροδρόμων».
«Ναι».
«Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ήταν καλά οργανωμένοι».
Καθώς άνοιξε τις πόρτες, ο παπάς σταμάτησε κι εκείνη αναγκάστηκε να τον κοιτάξει.