«Ποια είσαι;» τη ρώτησε επιτακτικά.
«Μια νοσοκόμα. Προσπαθώ να σώσω τις ζωές των ανειδίκευτων σου».
νοσοκόμα. Απλές λέξεις. Ο παπάς φάνηκε να ηρεμεί. Τα μάτια του απέκτησαν ευγένεια κι άρχισε πάλι να περπατάει.
«Είμαι ταραγμένος. Κανένας να μην αξιωθεί να δει τις σπάθες να πετσοκόβουν όπως τις είδα εγώ σήμερα». Έσφιξε τη Βίβλο στο στήθος του σαν πανοπλία.
Η Βαλεντίνα άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε τον ανάγλυφο σταυρό του.
«Ήσουν εκεί;»
«Ναι».
«Πάτερ Μορόζοφ, πες μου, ήταν κι ο Βίκτορ Αρκίν βκεί;»
Το πρόσωπο του κρέμασε.
«Ποια είσαι εσύ;»
«Πληγώθηκε;»
Αυτός κούνησε το κεφάλι του πολύ ανεπαίσθητα.
«Πες του», είπε η Βαλεντίνα, «να πάρει το κουτί που είναι κρυμμένο στο πίσω μέρος του γκαράζ προτού τον επισκεφτεί η Οχράνα».
24
«Σανιτάρκα Ιβάνοβα».
Η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια φώναξε τη Βαλεντίνα την ώρα που εκείνη έφευγε από το θάλαμο. Η προϊσταμένη φαινόταν κουρασμένη, κύκλοι διαγράφονταν κάτω από τα μάτια της λες κι η μέρα αυτή την είχε γεμίσει μελανιές.
«Σανιτάρκα Ιβάνοβα, τα πήγες καλά σήμερα. Έχεις την πάστα της αξιοπρεπούς νοσοκόμας». Τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν. «Παραδέχομαι ότι με εξέπληξες».
«Σας ευχαριστώ, προϊσταμένη».
«Τώρα πήγαινε σπίτι σου, πλύσου καλά με ζεματιστό νερό και πιες ένα σφηνάκι βότκα. Θα σου κάνει καλό».
«Μάλιστα, προϊσταμένη».
Μια αξιοπρεπής νοσοκόμα. Τράβηξε την κάπα στους ώμους της. Μια αξιοπρεπής νοσοκόμα.
Έξω στα σκαλοπάτια έπεσε πάνω στην αδελφή Ντάρια.
«Τον ξέρεις τον παπά που ήταν εδώ όλη την ημέρα;» τη ρώτησε μόλις την είδε.
«Τον πατέρα Μορόζοφ; Ναι, έρχεται συχνά εδώ. Δεν αντέχω τα κηρύγματα του», είπε κι έβγαλε από το κεφάλι της το σκουφάκι της, «αλλά φέρνει στους ασθενείς τρόφιμα κι ό,τι άλλο μπορεί. Κι αυτοί τον αγαπάνε».
«Όχι, όχι αυτόν. Έναν άλλο. Βρόμικο κι αποκρουστικό, με κάτι μπλε μάτια που σε υπνωτίζουν κι έναν πολύ ακριβό φανταχτερό σταυρό».
«Γαμώτο, αυτό το καθίκι λες. Σάγγιξε, ε;»
«Όχι». Το ψέμα βγήκε αβίαστα.
«Μη σκας, δεν έρχεται συχνά εδώ. Μόνο όταν θέλει να θυμηθεί τι σημαίνει να είσαι φτωχός».
«Τι εννοείς; Πού βρίσκεται συνήθως;»
«Ιησού Χριστέ μου, Βαλεντίνα! Μα δεν κατάλαβες ποιο είναι αυτό το γαμημένο παπαδόσκυλο;»
«Ισχυρίστηκε ότι είναι ένας στάριτς, ένας φτωχός άγιος άνθρωπος».
«Ναι, καλά. Μακάρι να ταν φτωχός».
«Ποιος είναι;»
«Ο Γρηγόρης Ρασπούτιν. Αυτός που αποκαλείται θαυματοποιός κι όλη την ώρα είναι δίπλα στη μυρωδάτη αυτοκράτειρα μας. Πες μου ότι δεν τον άφησες να σαγγίξει με τα κουλάδια του».
« Θαυ ματοπο ιός;»
«Έτσι αυτοαποκαλείται».
«Γιενς, τι είδους γυναίκα είναι η αυτοκράτειρα;»
«Γιατί ρωτάς;»
«Θα ήθελα να ξέρω».
«Η τσαρίνα Αλεξάνδρα; Έχει ένα παγερό κι αδιάφορο τρόπο και συμπεριφορά αλαζονικής Γερμανίδας πριγκίπισσας. Τέτοια είναι. Αλλά δεν είμαι σίγουρος πώς είναι στο βάθος».
Το χέρι του χάιδεψε την κομψή καμπύλη του γυμνού γοφού της και μετά μέτρησε ένα ένα τα πλευρά της με το δάχτυλο του. Ήταν καθισμένος δίπλα της στο κρεβάτι, του άρεσε πολύ να την απολαμβάνει με τα μάτια του. Να τη χορταίνει. Παλιότερα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί χρησιμοποιούσαν αυτή τη λέξη εφόσον αφορούσε τα μάτια. Τώρα όμως το καταλάβαινε. Τα μάτια του πεινούσαν όταν δεν ήταν εκείνη μαζί του, λιμοκτονούσαν κυριολεκτικά - κι εκείνος ποτέ του δεν είχε φανταστεί ότι θα ένιωθε έτσι. Με καμιά γυναίκα δεν του είχε ξανασυμβεί αυτόεκείνη τον είχε κάνει να ρουφάει και να κρύβει μες στο κεφάλι του την εικόνα της σαν πολύτιμο κόσμημα. Και τώρα προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που της είχε πυροδοτήσει το ενδιαφέρον για την τσαρίνα.
«Πιστεύω», της εξήγησε, «ότι αυτό συμβαίνει γιατί είναι ντροπαλή. Η τσαρίνα μπορεί να είναι αριστοκράτισσα, όμως δεν έχει ιδέα από χαζοκουβέντες, κι επειδή αποφεύγει την κοινωνική ζωή της Αυλής της τη θεωρούν ψυχρή και σνομπ. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια γυναίκα με μεγάλη αποφασιστικότητα».
«Όσον αφορά τι;»
«Τον περισσότερο καιρό κρατάει τον τσάρο Νικόλαο κλεισμένο στο Ανάκτορο του Αλεξάνδρου, στο Τσάρσκογιε Σέλο. Εκείνος κάνει τη δουλειά του από εκεί. Ξέρω ότι είναι μόνο είκοσι μίλια από την Πετρούπολη, αλλά τα είκοσι μίλια είναι πολύ μεγάλη απόσταση όταν υπάρχει τέτοιος αναβρασμός στην πόλη. Ο τσάρος πρέπει να βρίσκεται εδώ, στο καθήκον του».
Η Βαλεντίνα κούνησε το κεφάλι της σκεφτική.
«Οι τέσσερις κόρες τους, οι νεαρές Μεγάλες Δούκισσες, είναι κι αυτές κλεισμένες εκεί;»
«Βεβαίως. Όλοι λένε ότι απολαμβάνουν πολύ την οικογενειακή ζωή, κάνουν ιππασία, ιστιοπλοΐα και παίζουν χαρτιά. Λατρεύουν το τένις. Κι ασφαλώς φροντίζουν το αγόρι.