Αυτό είναι το κέντρο του κόσμου τους».
«Α ναι, το αγόρι, ο τσάρεβιτς Αλεξέι».
Ο Γιενς έσκυψε το κεφάλι κι απόθεσε από ένα απαλό φιλί σε κάθε της γόνατο. Εκείνη έχωσε το χέρι της στα μαλλιά του και έφερε πιο κοντά της το πρόσωπο του.
«Τι κοιτάς;» του είπε κατσουφιασμένη.
«Εσένα. Προσπαθώ να καταλάβω πόσο αρμονικά συναρμολογημένη είσαι».
«Γιατί; Σκέφτεσαι να με αποσυναρμολογήσεις;»
Τη φίλησε στα χείλη.
«Όντας μηχανικός, αυτό μου ακούγεται πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση».
Εκείνη σηκώθηκε για να τον αντικρίσει και τύλιξε τα πόδια της γύρω απ’ τη μέση του. Ο Γιενς έβαλε τις χούφτες του στα οπίσθια της και την τράβηξε πιο κοντά. Το δέρμα της μύριζε ανεπαίσθητα φαρμακευτικό σαπούνι.
«Πες μου για τον καλόγερο, τον Ρασπούτιν», του είπε εκείνη.
«Για όνομα του Θεού, Βαλεντίνα, τι στα κομμάτια θέλεις να μάθεις γι’ αυτό το ελεεινό υποκείμενο;»
«Πες μου». Το ύφος της ήταν σοβαρό. Το μέτωπο της ήταν ακουμπισμένο στη γούβα του λαιμού του κι εκείνος δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο της, όμως ένιωθε την ανάσα της στο γυμνό στήθος του, μικρές πνοές ζεστού αέρα.
«Ήρθε στο νοσοκομείο», του είπε.
«Φρόντισε να κρατηθείς μακριά του. Αρκετό κακό έχει κάνει».
«Τι έχει κάνει;»
«Ο Γρηγόρης Ρασπούτιν φροντίζει να μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στον τσάρο και το λαό του».
«Γιενς, αγάπη μου, μη θυμώνεις. Μίλα μου γι’ αυτόν».
Η γλώσσα της άγγιξε ένα τόσο δα κομμάτι του κορμιού του.
«Ισχυρίζεται ότι είναι ένας άγιος άνθρωπος, απεσταλμένος του Χριστού για να καθοδηγεί το λαό της Ρωσίας και ειδικά για να καθοδηγεί την τσαρίνα. Και μέσω αυτής, να καθοδηγεί τον ίδιο τον τσάρο». Η απελπισία τον έπνιξε.
«Ο τσάρος Νικόλαος είναι ένας ηλίθιος. Ο καλόγερος ανακατεύεται με την πολιτική και στρέφει την Αυτού Μεγαλειότητα εναντίον των διορισμένων συμβούλων του και.»
Δίστασε να συνεχίσει.
«Και τι;»
Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του «Ξεχνά τον. Ας μην ασχοληθούμε άλλο με τα προβλήματα της Πετρούπολης. Το μέτωπο σύντομα θανασυνταχθεί».
«Είσαι σίγουρος ότι αυτό θα γίνει;»
Την ακούμπησε στα μαξιλάρια.
«Κανένας μας δεν μπορεί να είναι σίγουρος, οπότε.»
«Γιενς, μη με καλοπιάνεις. Δεν είμαι κανένα παιδάκι».
Ο τρόπος που το είπε, τον έκανε να ανατριχιάσει. Τα μάτια της είχαν δει τόσο πολλά σήμερα σεκείνο το αναθεματισμένο νοσοκομείο της. Πού ήταν το κορίτσι που ατένιζε ταστέρια μαζί του μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα μες στο δάσος; Της χάιδεψε τον ώμο. Ακούμπησε πίσω στο μαξιλάρι του, έπιασε ένα τσιγάρο από το κομοδίνο του και το άναψε.
«Βαλεντίνα, αγάπη μου, η Αυλή του τσάρου είναι ένα τσουκάλι διαφθοράς, τσουκάλι που βράζει. Μέσα στην ασωτία και στον εκφυλισμό». Προσπάθησε ν’ ακουστεί αντικειμενικός. «Ο Γρηγόρης Ρασπούτιν είναι ένας αποτυχημένος καλόγερος αλλά είναι πολύ τυχερός. Η τσαρίνα Αλεξάνδρα δεν έχει άλλους φίλους εκτός από την ευγενική Άννα Βιρούμποβα, κι εκείνος έχει φροντίσει να την πάρει με το μέρος του. Μερικοί λένε ότι ο Ρασπούτιν έχει μαγικές δυνάμεις που βοηθάνε το γιο της, ή ότι την υποβάλλει σε υπνωτισμό. Μπορεί να υπάρχει και ερωτική σχέση μεταξύ τους».
Η Βαλεντίνα πετάρισε τα μάτια της.
«Ποια μπορεί να θέλει να πλαγιάσει μέναν τόσο αποκρουστικό άντρα;»
«Δεν φαντάζεσαι. Οι γυναίκες στην Αυλή βγάζουν η μια τα μάτια της άλλης προκειμένου να του φανούν αρεστές».
«Ναι, αλλά αυτός μυρίζει».
Το γέλιο του Γιενς ακούστηκε τραχύ.
«Ένας χωριάτης που βρομάει και ζέχνει, ένας κουρελιάρης μουζίκος που δεν πλένεται και δεν αλλάζει ρούχα. Κυριολεκτικά άνθρωπος του Θεού!»
«Γιενς», είπε η Βαλεντίνα και πήρε το τσιγάρο απτα δάχτυλα του για να μυρίσει το άρωμα του καπνού του, «εσύ πιστεύεις ότι ο Ρασπούτιν έχει σταλήθεια μαγικές ιδιότητες;»
Εκείνος της πήρε το τσιγάρο και το σβήσε.
«Όχι. Γι’ αυτό μη σου περνάει από το μυαλό η σκέψη να του πας την Κάτια».
«Δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο».
Αλλά το ψέμα πλανήθηκε στον αέρα τόσο διάφανο όσο κι ο καπνός του τσιγάρου του.
Η Βάρενκα δεν είχε πεθάνει. Κάτι ήταν κι αυτό. Ο δρόμος ήταν στα ίδια χάλια κι η πόρτα της εισόδου ξεχαρβαλωμένη. Αλλά η Βάρενκα δεν είχε πεθάνει.
«Σου φερα κι άλλα τρόφιμα», είπε η Βαλεντίνα την ώρα που ακουμπούσε την τσάντα πάνω στο τραπέζι. Δίπλα στην τσάντα έχωσε ένα πορτοφόλι. Κανείς δεν το πρόσεξε.
«Το βλέπω», είπε η Βάρενκα και χαμογέλασε, δηλαδή όχι ακριβώς, απλώς άλλαξαν θέση τα οστά του προσώπου της, αλλά κάτι ήταν κι αυτό.
«Λέω να μας φτιάξω λίγο τσάι, μπορώ;» πρότεινε η Βαλεντίνα.
Η γυναίκα με το πληγιασμένο κεφάλι ήταν σωριασμένη στο πάτωμα, τυλιγμένη με μια χιλιοτρυπημένη κουβέρτα.
Μόνο το κεφάλι της ήταν απέξω και το δέρμα της είχε μια πρασινωπή απόχρωση. Μια σπιθίτσα στο τζάκι πάλευε να κρατηθεί ζωντανή κι εκείνη είχε κάτσει εκεί μπροστά με το στόμα ελαφρώς ανοιχτό, λες κι ήθελε να καταπιεί την κίτρινη φλόγα.