Выбрать главу

Η Βαλεντίνα έβγαλε απτην τσάντα της μια χούφτα προσάναμμα.

«Ορίστε».

Με προθυμία η Βάρενκα διάλεξε τρία κλαράκια και ακούμπησε το ένα πάνω στο άλλο στη φλόγα. Όταν αυτά άρχισαν να τριζοβολάνε, το αδύνατο πρόσωπο της τους χαμογέλασε λες κι ήταν φιλαράκια, ενώ η Βαλεντίνα έβραζε την τσαγιέρα κι ετοίμαζε το τσάι. Τα κομψά γλυκίσματα από την κουζίνα της μητέρας της έμοιαζαν γελοία και παράταιρα μέσα σαυτή την κατάντια, αλλά η γυναίκα δεν το πρόσεξε καν. Κάθισε στο τραπέζι με τη Βαλεντίνα κι έφαγε μαζεμένα τρία γλυκά προτού αρχίσει να μιλάει.

«Γιατί έρχεσαι;»

«Για να βεβαιωθώ ότι είσαι ακόμη εδώ».

Η γυναίκα έβγαλε έναν περίεργο ήχο από τα βάθη του λαρυγγιού της κι η Βαλεντίνα χρειάστηκε ένα δευτερόλεπτο για να συνειδητοποιήσει ότι αυτό ήταν γέλιο.

«Λες να μπορούσα να ήμουν κάπου αλλού;» τη ρώτησε.

«Δουλεύεις;» ζήτησε να μάθει η Βαλεντίνα.

«Δούλευα». Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Σένα υφαντουργείο. Αλλά απολύθηκα όταν πήρα μια μέρα άδεια γιατί ήταν άρρωστο το αγόρι μου». Τα μάτια της σκληρά.

Χωρίς δάκρυα.

«Ξέρω μια μοδίστρα που ψάχνει για καθαρίστρια. Θα μπορούσα να της μιλήσω. Αν θέλεις τη θέση».

«Ασφαλώς και τη θέλω».

Σιγή επικράτησε στο δωμάτιο λες κι η μία περίμενε κάτι από την άλλη. Η Βαλεντίνα μίλησε πρώτη.

«Τότε θα τη ρωτήσω, όμως θα πρέπει να είσαι κι εσύ καθαρή».

Η Βάρενκα έσκυψε και κοίταξε τα βρομερά της χέρια.

«Η βρύση του δρόμου έχει παγώσει πάλι. Έλιωσα χιόνι για το τσάι».

Η Βαλεντίνα ένιωσε το στομάχι της νανακατεύεται καθώς κοίταξε το μισοπιωμένο τσάι της.

«Τα σκυλιά κατουράνε στο χιόνι».

Για άλλη μια φορά ακούστηκε κάτι σαν σκουριασμένη ροκάνα. Η Βάρενκα κοίταξε την καινούργια φιλενάδα «Εσύ τι ακριβώς θέλεις; Δεν ήρθες εδώ μόνο για να με ταΐσεις».

Η Βαλεντίνα έβγαλε απτην τσάντα της μια κονσέρβα ροδάκινα και μια φραντζόλα μαύρο ψωμί. Αν ο Γιενς ήξερε ότι είχε έρθει μόνη της, θα θύμωνε πολύ.

«Θέλω να με προειδοποιήσεις».

«Να σε προειδοποιήσω για ποιο πράγμα;»

«Όταν θα έρθει ο κίνδυνος».

«Ποιος κίνδυνος;»

«Η επανάσταση που θα κάνετε εσείς».

Ήταν λες κι είχε πει τη μαγική λέξη. Η θανατίλα εξαφανίστηκε από τα μάτια της Βάρενκας, το στόμα της, το μαραμένο της δέρμα, όλα άλλαξαν. Η Βαλεντίνα τα χασέ που μία και μοναδική λέξη είχε τόση δύναμη.

«Αυτή είναι η διεύθυνση μου». Έσπρωξε προς το μέρος της ένα κομμάτι χαρτί.

Η Βάρενκα ούτε καν που το κοίταξε.

«Δεν ξέρω να διαβάζω. Και τέλος πάντων δεν θα μπορούσα ούτε καν να πλησιάσω στο μέγαρο που πρέπει να ζεις. Ακόμη κι οι υπηρέτες σου θα μέφτυναν στα μούτρα.

Σκέψου κάτι καλύτερο».

«Είδα ότι υπάρχει ένας πίνακας ανακοινώσεων στη στάση του λεωφορείου, στην πλατεία του Αγίου Ισαάκ. Καρφίτσωσε εκεί ένα κομματάκι από ένα κασκόλ και θα καταλάβω».

«Ένα κόκκινο κασκόλ;»

«Ό,τι θέλεις εσύ».

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι. Η Βαλεντίνα ξαφνιάστηκε που η ουλή της σπάθας ήταν το μόνο πράγμα που έλαμπε μέσα στο υγρό δωμάτιο κι αναρωτήθηκε αν πονούσε.

«Πάντως ό,τι κι αν λένε οι άντρες», μουρμούρισε η Βάρενκα, «η επανάσταση θαργήσει».

«Κάποτε είδα έναν ολόκληρο στρατό από μυρμήγκια με κεντρί να ορμούν σ’ έναν αρουραίο και να τον σκοτώνουν», σχολίασε η Βαλεντίνα. «Προφανώς», πρόσθεσε, «τα δικά σας τα μυρμήγκια δεν έχουν ακόμη έτοιμο το στρατό τους».

«Για πες μου, τι κάνεις κι έχεις τόσο δυνατά δάχτυλα;»

«Παίζω πιάνο».

Η Βάρενκα ψηλάφισε τα δάχτυλα της Βαλεντίνας λες και θα μπορούσε έτσι να ακούσει μουσική.

«Ποτέ μου δεν έχω ακούσει να παίζουν πιάνο».

Αυτά τα λόγια έκαναν τη Βαλεντίνα να θέλει να βάλει τα κλάματα.

Έγινε τυχαία. Ο Γιενς δεν σκόπευε να περάσει να δει την Κάτια. Πήγε, όμως, γιατί ένα βράδυ που έπαιζε πόκερ στο σπιτι ενός φίλου, ήταν εκεί κι ο δόκτωρ Νικολάι Φεντόριν και μεταξύ χαμένων παρτίδων του είπε για μια καινούργια θεραπεία που αφορούσε βλάβες της σπονδυλικής στήλης και γινόταν στο κέντρο ιαματικών θεραπειών του Κάρλοβι Βάρι. Κι είχε ακούσει ότι γινόταν καλή δουλειά. Ο Φεντόριν βεβαίως είχε στο μυαλό του τις εύθραυστες νεανικές πλάτες των ανειδίκευτων που κομμάτιασαν οι σπάθες, αλλά ο Γιενς σκέφτηκε αμέσως την Κάτια. Όταν την άλλη μέρα το πρωί που είχε βγει βόλτα με το άλογο, είδε το φοβερό Κοζάκο της Βαλεντίνας να χοροπηδάει πάνω στην πλάτη μιας φοβισμένης φοράδας μες στην υγρή ομίχλη, ήταν φυσικό να σχολιάσει το θέαμα.

«Τούτο είναι ένα πολύ κομψό πλάσμα, Ποπκόφ, να είσαι σίγουρος. Αλλά δεν είναι το είδος που θα φανταζόμουν για σένα».

Ο Κοζάκος κούνησε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι του κι αυτός σαν άλογο.