Выбрать главу

Από την άλλη, είχα ανακαλύψει το παράξενο εμπόριο που διεξαγόταν ανάμεσα στο τέρας και την Κριστίν Ντααέ. Κρυμμένος στην αποθήκη που βρίσκεται δίπλα στο καμαρίνι της νεαρής ντίβας, άκουσα την θαυμάσια μουσική — που όπως ήταν φυσικό βύθιζε την Κριστίν σε μια θεία έκσταση. Παρ' όλ' αυτά όμως, ποτέ δε σκέφτηκα πως η φωνή του Ερίκ (που ανάλογα με τη διάθεση του ήταν βροντερή όπως ο κεραυνός ή γλυκιά σαν των αγγέλων) μπορούσε να την κάνει να ξεχάσει την ασχήμια του. Τα κατάλαβα όλα όταν ανακάλυψα πως η Κριστίν δεν τον είχε ακόμη δει! Μπόρεσα να μπω κρυφά στο καμαρίνι και φέρνοντας στον νου μου τα μαθήματα που μου 'χε δώσει παλιότερα, δε δυσκολεύτηκα ν' ανακαλύψω το τρικ που έκανε τον τοίχο με τον καθρέφτη να μετακινείται και να διαπιστώσω με ποιο κόλπο, χρησιμοποιώντας τρύπια τούβλα, κατάφερνε ν' ακούει η Κριστίν τη φωνή του σαν νάταν δίπλα της. Ανακάλυψα επίσης το δρόμο που οδηγούσε στην πηγή και στην κρύπτη (την κρύπτη των κομμουνάρων), καθώς και την καταπακτή που επέτρεπε στον Ερίκ να μπαίνει κατευθείαν στα υπόγεια της σκηνής.

Φαντάζεστε ποια ήταν η έκπληξή μου όταν, μερικές μέρες αργότερα, τα ίδια μου τα μάτια και τ' αφτιά με πληροφόρησαν πως ο Ερίκ και η Κριστίν Ντααέ βλεπόντουσαν και όταν είδα το τέρας, σκυμμένο πάνω από τη μικρή πηγή, στο δρόμο των κομμουνάρων, να δροσίζει το μέτωπο της λιπόθυμης Κριστίν Ντααέ. Ένα λευκό άλογο, το άλογο του Προφήτη, που είχε εξαφανιστεί από τους σταύλους της Όπερας, στεκόταν ήσυχα πλάι τους. Παρουσιάστηκα. Ήταν τρομερό. Είδα αστραπές να πετιούνται από δυο χρυσαφένια μάτια και πριν προλάβω ν' αρθρώσω λέξη ένιωσα ένα τρομερό χτύπημα στο μέτωπο κι έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα, ο Ερίκ, η Κριστίν και το λευκό άλογο είχαν εξαφανιστεί. Δεν είχα καμιά αμφιβολία πως η δυστυχισμένη βρισκόταν φυλακισμένη στην κατοικία της Λίμνης. Χωρίς να διστάσω, αποφάσισα να πάω ξανά στην όχθη, παρ' όλον τον κίνδυνο που παρουσίαζε μια τέτοια απόπειρα. Για είκοσι τέσσερις ώρες καραδοκούσα. Κρυμμένος κοντά στη μαύρη όχθη, περίμενα το τέρας να εμφανιστεί, γιατί ήμουν σίγουρος πως θα 'βγαίνε για να κάνει προμήθειες. Επί τη ευκαιρία, πρέπει να σας πω, πως όταν έβγαινε και πήγαινε στο Παρίσι ή όποτε τέλος πάντων τολμούσε να εμφανιστεί δημόσια, έβαζε, στη θέση της φριχτής τρύπας που είχε για μύτη, μια ψεύτικη μύτη που συνοδευόταν από ένα μουστάκι, πράγμα που δεν αφαιρούσε διόλου το μακάβριο ύφος του, αφού απ' όπου περνούσε έλεγαν: «Κοίτα, ο Χάρος βγήκε παγανιά…» Μόλις και μετά βίας κατόρθωναν να υποφέρουν τη θέα του. Περίμενα λοιπόν στην όχθη της λίμνης — της Αχερουσίας του λίμνης, όπως την είχε αποκαλέσει πολλές φορές, γελώντας σαρκαστικά, της δικής του λίμνης. Κουρασμένος αναλογιζόμουν: «Σίγουρα θα βγήκε από το άλλο πέρασμα, το πέρασμα του τρίτου υπογείου», όταν άκουσα ένα θόρυβο στο σκοτάδι. Είδα δυο χρυσαφένια μάτια να λάμπουν σαν φανάρια. Η βάρκα δεν άργησε να φτάσει στην όχθη. Ο Ερίκ πήδηξε και προχώρησε προς το μέρος μου.

«Κλείνουν είκοσι τέσσερις ώρες που περιμένεις εδώ», μου είπε. «Μ' ενοχλείς! Σου δηλώνω πως αυτή η ιστορία θα έχει πολύ κακό τέλος! Και θάναι εξαιτίας σου! Η υπομονή μου σε σώζει… Νομίζεις πως με παρακολουθείς, απερίγραπτο χαζοπούλι… (κατά λέξη). Εγώ σε παρακολουθώ και ξέρω ακριβώς τι ξέρεις για μένα. Χτες, στο δρόμο των κομμουνάρων σε άφησα ήσυχο. Όμως, σου δηλώνω πως ήταν η τελευταία φορά! Μα την πίστη μου, όλ' αυτά που κάνεις είναι πολύ επιπόλαια και, μα την αλήθεια, αναρωτιέμαι αν καταλαβαίνεις τι σου λέω!»

Ήταν τόσο θυμωμένος που δεν τόλμησα να τον διακόψω. Αφού πήρε μια βαθιά αναπνοή σαν φώκια, συγκεκριμενοποίησε τις φριχτές του σκέψεις, που αντιστοιχούσαν πλήρως στις ανησυχίες μου.

«Ναι. Πρέπει να μάθεις μια για πάντα — μια για πάντα, είπε — τι σημαίνουν τα λόγια μου! Σου ξαναλέω πως με τις επιπολαιότητες σου — γιατί ήδη, η σκιά με το μάλλινο καπέλο σε σταμάτησε κιόλας δυο φορές και, δίχως να ξέρει τι γυρεύεις στα υπόγεια, σε οδήγησε στους διευθυντές, που σε πήραν για φαντασιόπληκτο Πέρση, λάτρη των θεατρικών τρικ και των θεατρικών παρασκηνίων. (Ήμουν και γω εκεί, ναι ήμουν εκεί μέσα στο γραφείο. Ξέρεις πολύ καλά πως βρίσκομαι παντού). Σου λέω λοιπόν, πως με τις επιπολαιότητές σου θα καταλήξουν να υποψιάζονται πως εδώ κάτι συμβαίνει… και τελικά, θ' ανακαλύψουν πως ψάχνεις για τον Ερίκ… και θα θελήσουν κι αυτοί, όπως κι εσύ, να βρουν τον Ερίκ… και θ' ανακαλύψουν το σπίτι της Λίμνης… Και τότε… τόσο το χειρότερο φίλε μου!… Δε θα ευθύνομαι πια για τίποτα!»

Ξεφύσηξε ξανά σαν φώκια.

«Για τίποτα!… Αν τα μυστικά του Ερίκ δεν παραμείνουν μυστικά του Ερίκ, τόσο το χειρότερο για πολλά από τα μέλη της ανθρώπινης φυλής! Αυτά είχα να σου πω χαζοπούλι — κατά λέξη — και θα 'πρεπε να είναι αρκετά. Εκτός κι αν δεν καταλαβαίνεις πια τι σου λέει ο άλλος!…»