Το φανάρι, που μ' αυτό φώτιζα την περιβόητη αίθουσα, έτρεμε στα χέρια μου.
Ο κύριος ντε Σανιύ κάτι κατάλαβε και μου είπε:
«Μα τι συμβαίνει λοιπόν, κύριε;».
Του έκανα απότομα νόημα να σωπάσει, γιατί μπορούσα ακόμη να ελπίζω πως ίσως βρισκόμασταν στην αίθουσα των βασανιστηρίων εν αγνοία του τέρατος!
Πάντως, κι αυτή η ελπίδα δε σήμαινε τη σωτηρία μας, γιατί μπορούσα κάλλιστα να φανταστώ πως η αίθουσα των βασανιστηρίων που είχε προορισμό να φυλάει την κατοικία της Λίμνης, ίσως έμπαινε αυτόματα σε λειτουργία.
Ναι, ίσως τα βασανιστήρια ν' άρχιζαν αυτόματα.
Ποιος μπορούσε να ξέρει ποιες κινήσεις μας αρκούσαν για να μπει σε λειτουργία;
Συμβούλεψα στο σύντροφό μου απόλυτη ακινησία.
Μια αβάσταχτη σιωπή βάραινε πάνω μας.
Το κόκκινο φανάρι μου εξακολουθούσε να κάνει το γύρο της αίθουσας των βασανιστηρίων… Την αναγνώριζα… την αναγνώριζα…
23
ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΩΝ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΩΝ
(Συνέχεια της διήγησης του Πέρση)
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΑΝ στο κέντρο μιας μικρής αίθουσας σε σχήμα τέλειου εξαγώνου…που οι έξι πλευρές του ήταν επενδυμένες με καθρέφτες… από πάνω μέχρι κάτω… Στις γωνίες μπορούσε κανείς να διακρίνει πολύ καλά τα «πρόσθετα»…τα μικρά κομμάτια καθρέφτη που είχαν ως λειτουργία να στρέφονται στις βάσεις τους… ναι, ναι, τα αναγνωρίζω… κι αναγνωρίζω και το σιδερένιο δέντρο, σε μια γωνιά… το δέντρο για τους κρεμασμένους.
Είχα πιάσει το μπράτσο του συντρόφου μου. Ο υποκόμης ντε Σανιύ έτρεμε ολόκληρος, έτοιμος να φωνάξει την αρραβωνιαστικιά του, κάνοντάς της γνωστό πως ήρθε να τη βοηθήσει…
Πολύ αμφέβαλλα για το αν θα μπορούσε, τελικά, να συγκρατηθεί.
Ξαφνικά, στ' αριστερά μας ακούσαμε ένα θόρυβο.
Στην αρχή ήταν κάτι σαν το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας στο διπλανό δωμάτιο, μετά ακούστηκε ένας υπόκωφος αναστεναγμός. Έπιασα ακόμη πιο σφιχτά το χέρι του κυρίου ντε Σανιύ. Έπειτα, ακούσαμε ξεκάθαρα τα παρακάτω λόγια:
«Διαλέξτε: Τη γαμήλια ή τη νεκρώσιμη ακολουθία».
Αναγνώριζα τη φωνή του τέρατος.
Ακούστηκε άλλος ένας στεναγμός.
Μετά, μια μεγάλη σιωπή.
Τώρα, ήμουν σίγουρος πως το τέρας αγνοούσε την παρουσία μας στο σπίτι του· διαφορετικά θα φρόντιζε να μην ακούγαμε τίποτα. Για να το πετύχει αυτό θα αρκούσε να κλείσει ερμητικά το μικρό αόρατο παράθυρο απ' όπου οι λάτρεις των βασανιστηρίων κοιτούν μέσα στην αίθουσα.
Άλλωστε, ήμουν σίγουρος πως εάν ήξερε ότι είμασταν εκεί, η διαδικασία των βασαναστηρίων θα είχε αρχίσει αμέσως.
Είχαμε λοιπόν ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με τον Ερίκ: βρισκόμασταν δίπλα του κι αυτός το αγνοούσε.
Το σημαντικό τώρα ήταν να φροντίσουμε να μη μάθει τίποτα για την παρουσία μας και τίποτα δε φοβόμουν περισσότερο από την επιθυμία του υποκόμη ντε Σανιύ που, θα 'θελε αν ήταν δυνατόν, να περάσει μέσα από τους τοίχους για να φτάσει στην αγαπημένη του Κριστίν Ντααέ, την οποία κάθε τόσο ακούγαμε ν' αναστενάζει.
«Ξέρετε, η νεκρώσιμη λειτουργία δεν είναι καθόλου διασκεδαστική», συνέχισε ο Ερίκ, «ενώ η γαμήλια λειτουργία είναι θαυμάσια! Πρέπει κανείς κάποτε να αποφασίζει! Να ξέρει τι θέλει και να παίρνει μια απόφαση! Όσο για μένα, μου είναι αδύνατον να εξακολουθώ να ζω έτσι, στα έγκατα της γης, μέσα σε μια τρύπα σαν ποντίκι! Ο θριαμβεύων Δον Ζουάν τέλειωσε· τώρα, θέλω να ζήσω όπως όλος ο κόσμος. Θέλω να 'χω μια γυναίκα όπως όλος ο κόσμος και να πηγαίνουμε μαζί βόλτα τις Κυριακές. Έφτιαξα μια μάσκα που θα με κάνει να περνώ απαρατήρητος. Ούτε καν θα γυρίζει κανείς στο πέρασμα μου. Θα είσαι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου. Θα τραγουδάμε για μας, μέχρι να πεθάνουμε. Κλαις! Με φοβάσαι! Κι όμως, κατά βάθος δεν είμαι κακός! Αγάπησε με και θα δεις! Φτάνει να μ' αγαπήσει κάποιος για να γίνω καλός! Αν μ' αγαπάς, θα 'μαι ήσυχος σαν αρνάκι και θα με κάνεις ό,τι θέλεις».
Ο αναστεναγμός που συνόδευε αυτή την ερωτική λειτανία βάθαινε, όλο και βάθαινε. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ακούσει κάτι τόσο απελπισμένο… Ο κύριος ντε Σανιύ και εγώ καταλάβαμε πως τούτος ο τρομερός θρήνος ανήκε στον ίδιο τον Ερίκ. Όσο για την Κριστίν, φαίνεται πως στεκόταν κάπου, ίσως από την απέναντι μεριά του τοίχου που βρισκόταν μπροστά μας, βουβή απ' τη φρίκη, δίχως να 'χει πια κουράγιο να φωνάξει, με το τέρας γονατισμένο μπροστά της.
Αυτός ο θρήνος ήταν μουσικός, βροντερός και μακρόσυρτος, σαν το μούγκρισμα του ωκεανού. Τρεις φορές ξεχείλισε από το λαιμό του Ερίκ το παράπονο…
«Δε μ' αγαπάς! Δε μ' αγαπάς! Δε μ' αγαπάς!»
Μετά ημέρωνε:
«Γιατί κλαις; Ξέρεις πόσο με κάνεις να πονώ όταν κλαις». Σιωπή.