Выбрать главу

Ακούγοντας αυτά τα τρομερά πράγματα ένα φριχτό προαίσθημα με πλημμύρσε… Και γω κάποτε είχα χτυπήσει την πόρτα του τέρατος… και… δίχως να το ξέρω φυσικά… θα πρέπει να 'βαλα σε λειτουργία κάποιον μηχανισμό συναγερμού… Θυμήθηκα τα δυο μπράτσα που πρόβαλαν από τα μαύρα σαν μελάνι νερά της λίμνης… Ποιος να 'ταν άραγε ο δυστυχισμένος που χάθηκε σ' αυτές τις όχθες;

Η σκέψη γι' αυτόν το δύστυχο, δε μ' άφηνε να χαρώ με το κόλπο της Κριστίν, όμως, ο υποκόμης ντε Σανιύ δίπλα στ' αφτί μου μουρμούριζε αυτήν τη μαγική λέξη: ελεύθερη!… Μα ποιος λοιπόν; Ποιος ήταν ο άλλος; Για ποιον ακούγαμε τη νεκρώσιμη ακολουθία; Α! Τι υπέροχο οργισμένο τραγούδι! Ολόκληρο το σπίτι της Λίμνης έτρεμε… τα βάθη της γης ανατρίχιαζαν… Είχαμε κολλήσει τ' αφτιά μας στον τοίχο με τον καθρέφτη για να παρακολουθήσουμε καλύτερα το παιχνίδι της Κριστίν Ντααέ, το παιχνίδι που έπαιζε για να σωθούμε, αλλά δεν μπορούσαμε ν' ακούσουμε τίποτ' άλλο από τη νεκρώσιμη ακολουθία. Επρόκειτο μάλλον για μια λειτουργία κολασμένων… Έτσι, καθώς πλημμύριζε τα έγκατα της γης, ήταν σαν ένα δαιμονικό ροντό.

Θυμάμαι πως η Οργή των Θεών, που τραγούδησε ο Ερίκ, μας τύλιξε σαν καταιγίδα… Ναι, γύρω μας είχαμε βροντές κι αστραπές… Σίγουρα! Βέβαια, τον είχα ακούσει κι άλλες φορές να τραγουδά… Μπορούσε να κάνει και τα πέτρινα στόματα των ανδροκέφαλων ταύρων του παλατιού του Μαζεντεράν να τραγουδήσουν… Όμως, ένα τέτοιο τραγούδι… Ποτέ! Ποτέ! Τραγουδούσε σαν το Θεό των Κεραυνών!…

Ξάφνου, η φωνή και το αρμόνιο σταμάτησαν σταμάτησαν τόσο απότομα που ο κύριος ντε Σανιύ και γω οπισθοχωρήσαμε απ' τον τοίχο, τόσο πολύ ξαφνιαστήκαμε… Η φωνή, εντελώς αλλαγμένη, μεταμορφωμένη, άρθρωσε στριγκά, μια μια, τις παρακάτω μεταλλικές συλλαβές: «Τι έκανες το σακούλι μου;»

24

ΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΑΡΧΙΖΟΥΝ

(Συνέχεια της διήγησης του Πέρση)

Η ΦΩΝΗ επανέλαβε με οργή:

«Τι έκανες το σακούλι μου;»

Η Κριστίν Ντααέ δε θα 'πρεπε να τρέμει περισσότερο από μας.

«Γι' αυτό ήθελες να σ' ελευθερώσω; Για να πάρεις το σακούλι μου; Πες μου!…»

Ακούσαμε βιαστικά βήματα· ήταν η Κριστίν που έτρεχε προς το δωμάτιο «Λουί Φιλίπ» λες και γύρευε προστασία μπρος στον τοίχο μας.

«Γιατί το 'κανες αυτό;» έλεγε η φωνή λυσσασμένα… «Δώσε μου πίσω το σακούλι μου! Δεν ξέρεις, λοιπόν, πως πρόκειται για το σακούλι της ζωής και του θανάτου;»

«Ακούστε με, Ερίκ», αναστέναξε η νεαρή γυναίκα… «Αφού θα ζήσουμε μαζί, τι σας πειράζει που το πήρα;… Ό,τι ανήκει σε σας ανήκει και σε μένα!…»

Αυτά τα λόγια τα είπε τόσο φοβισμένα κι αβέβαια που σε γέμιζαν λύπη. Η δυστυχισμένη, έπρεπε να χρησιμοποιήσει όσες δυνάμεις της απέμεναν για να ξεπεράσει τον τρόμο της… Όμως, δεν ήταν βέβαια δυνατόν, με τέτοια παιδαριώδη κόλπα, ειπωμένα μάλιστα με δόντια που χτυπούσαν από το φόβο που την πλημμύριζε, να ξεγελάσει το τέρας.

«Ξέρετε πολύ καλά, πως εκεί μέσα το μόνο που υπάρχει είναι δυο κλειδιά… Τι θέλετε να κάνετε μ' αυτά τα κλειδιά;» τη ρώτησε.

«Θα 'θελα να επισκεφτώ αυτό το δωμάτιο που δεν έχω δει ποτέ, που πάντα το κρατούσατε κρυφό… Πρόκειται για γυναικεία περιέργεια!» πρόσθεσε, προσπαθώντας να διασκεδάσει την ανησυχία του Ερίκ, αλλά τελικά, το μόνο που κατάφερε, έτσι ψεύτικα που ακούστηκε, ήταν να υποψιάσει ακόμη περισσότερο το τέρας.

«Δε μ' αρέσουν οι περίεργες γυναίκες!» απάντησε ο Ερίκ «και θα 'πρεπε κάτι να 'χετε διδαχτεί από την ιστορία του Κυανοπόγωνα… Ελάτε λοιπόν, δώστε μου πίσω το σακούλι! Δώστε μου πίσω το σακούλι! Άσε λοιπόν το κλειδί, μικρή περίεργη!»

Γέλασε σαρκαστικά, ενώ η Κριστίν φώναζε από πόνο… Ο Ερίκ της έπαιρνε πίσω το σακούλι.

Εκείνη τη στιγμή ο υποκόμης, μην μπορώντας άλλο να συγκρατηθεί, έβγαλε μια οργισμένη κι απελπισμένη κραυγή που με πολλή μεγάλη δυσκολία κατάφερα να πνίξω κλείνοντάς του το στόμα με τα χέρια μου.

«Α!» είπε το τέρας… «Τι ήταν αυτό; Άκουσες Κριστίν;»

«Όχι! Όχι!» απάντησε η δύστυχη. «Δεν άκουσα τίποτα!»

«Ακούστηκε κάτι σαν κραυγή!»

«Μια κραυγή; Μήπως τρελαθήκατε εντελώς, Ερίκ;… Ποιος θα μπορούσε να κραυγάσει εδώ μέσα;… Εγώ μόνο φώναξα, γιατί με πονέσατε!… Εγώ δεν άκουσα τίποτα!…»