Выбрать главу

«Πως το λες αυτό;… Τρέμεις ολόκληρη!… Είσαι πολύ ταραγμένη!… Λες ψέματα… Κάποιος φώναξε! Κάποιος φώναξε!… Κάποιος βρίσκεται στο δωμάτιο των βασανιστηρίων!… Α! Τώρα τα καταλαβαίνω όλα!…»

«Δεν είναι κανείς, Ερίκ!…»

«Τώρα καταλαβαίνω!…»

«Κανείς!…»

«Ο αρραβωνιαστικός σου ίσως!…»

«Μα… δεν έχω κανέναν αρραβωνιαστικό! Το ξέρετε καλά!…»

Ακούστηκε ξανά ένα γεμάτο κακία γέλιο.

«Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δύσκολο να το μάθουμε… Μικρή μου Κριστίν, αγάπη μου… δε χρειάζεται ν' ανοίξουμε την πόρτα για να δούμε τι συμβαίνει στην αίθουσα των βασανιστηρίων… Θέλεις να δεις; Θέλεις να δεις;… Έλα!… Αν υπάρχει κάποιος εκεί μέσα… αν πράγματι υπάρχει κάποιος, θα δεις εκεί πάνω να φωτίζεται το αόρατο παράθυρο… Αρκεί να τραβήξεις τη μαύρη κουρτίνα και μετά να σβύσεις το φως… Να, έτσι… Ας σβύσουμε το φως! Δε φαντάζομαι να φοβάσαι το σκοτάδι όταν έχεις κοντά σου τον αγαπημένο σου αντρούλη!…»

Τότε ακούσαμε τη γεμάτη αγωνία φωνή της Κριστίν.

«Όχι!… Φοβάμαι!… Σας λέω πως φοβάμαι το σκοτάδι!… Αυτό το δωμάτιο δε μ' ενδιαφέρει πια καθόλου!… Εσείς πάντα με φοβίζατε μ' αυτό το δωμάτιο των βασανιστηρίων, σαν νάμουν μικρό παιδί!… Έτσι λοιπόν, ήμουν περίεργη, είναι αλήθεια!… Όμως, τώρα πια δε μ' ενδιαφέρει καθόλου! Καθόλου!…»

Τότε, αυτό που φοβόμουν περισσότερο από κάθε τι άλλο, άρχισε αυτόματα! Ξάφνου πλημμυρίσαμε φως!… Ναι, πίσω από τον τοίχο μας άστραψε κάτι σαν πυροτέχνημα. Ο υποκόμης ντε Σανιύ, που δεν περίμενε κάτι παρόμοιο, αιφνιδιάστηκε σε τέτοιο βαθμό, που παραλίγο να πέσει κάτω. Από δίπλα ακούστηκε η οργισμένη φωνή:

«Σου το 'λεγα πως κάποιος υπάρχει εκεί μέσα!… Το βλέπεις τώρα το παράθυρο;… το φωτεινό παράθυρο;!… Να το εκεί ψηλά!… Όποιος είναι πίσω απ' αυτόν τον τοίχο δεν μπορεί να το δει!… Εσύ όμως θ' ανεβείς αυτή τη διπλή σκάλα και θα το δεις! Άλλωστε, γι' αυτό το λόγο βρίσκεται εκεί… Πολλές φορές μ' έχεις ρωτήσει σε τι χρησιμεύει… Να, λοιπόν που τώρα το 'μαθες!… Χρησιμεύει για να κοιτά κανείς από το παράθυρο της αίθουσας των βασανιστηρίων… μικρή περίεργη!…»

«Ποια βασανιστήρια;… Τι βασανιστήρια υπάρχουν εκεί μέσα;… Ερίκ! Ερίκ! Πέστε μου πως μου τα λέτε όλ' αυτά για να με τρομάξετε!… Πέστέ το μου, Ερίκ, αν μ' αγαπάτε!… Δεν υπάρχουν βασανιστήρια, έτσι δεν είναι; Όλ' αυτά είναι ιστορίες για μικρά παιδιά!…»

«Πηγαίνετε λοιπόν να δείτε μόνη σας, χρυσή μου, εκεί στο μικρό παράθυρο!…»

Δεν ξέρω αν ο υποκόμης δίπλα μου άκουγε τη σβυσμένη φωνή της νέας γυναίκας, τόσο πολύ ήταν απορροφημένος από το πρωτοφανές θέαμα που ξετυλιγόταν μπρος στα έκπληκτα μάτια του… Όσο για μένα, που είχα δει πάρα πολλές φορές αυτό το θέαμα από το μικρό παράθυρο των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν, δε με απασχολούσε τίποτε άλλο πέρα από το να ακούω τι λεγόταν δίπλα, για να μπορέσω να σκεφτώ τι να κάνουμε.

«Πηγαίνετε λοιπόν να δείτε, πηγαίνετε να δείτε από το μικρό παράθυρο!… και θα μου πείτε!… Θα μου πείτε μετά τι μύτη έχει αυτός που είναι εκεί!»

Ακούσαμε τη σκάλα να κυλάει και ν' ακουμπάει στον τοίχο…

«Ανεβείτε λοιπόν!… Όχι, όχι… καλύτερα χρυσή μου ν' ανέβω εγώ!…»

«Καλά λοιπόν… θ' ανέβω να δω… αφήστε με!»

«Α! μικρή αγαπημένη!… μικρή μου αγαπημένη!… τι χαριτωμένη κι ευγενική που είστε… είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που θέλετε να μ' απαλλάξετε απ' αυτόν τον κόπο… στην ηλικία μου είναι λίγο δύσκολο, πράγματι… Θα μου πείτε λοιπόν πώς είναι η μύτη του!… Αν ήξερε ο κόσμος τι ευτυχία είναι να 'χει κανείς μια μύτη!… μια μύτη ολοδικιά του… τότε, κανείς ποτέ δε θα 'ρχόταν στην αίθουσα των βασανιστηρίων!…»

Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε καθαρά πάνω απ' τα κεφάλια μας, τα παρακάτω λόγια:

«Φίλε μου, δεν υπάρχει κανείς!…»

«Κανείς! Είσαστε σίγουρη πως δεν υπάρχει κανείς;…»

«Μα την πίστη μου… ναι… Δεν υπάρχει κανείς…»

«Καλά λοιπόν, τόσο το καλύτερο!… Μα τι έχετε, Κριστίν; Τι συμβαίνει;… Δε φαντάζομαι να νιώθετε άσχημα!… Αφού δεν υπάρχει κανείς!… Ελάτε λοιπόν… Κατεβείτε! Έτσι μπράβο!… Συνέλθετε… αφού δεν υπάρχει κανείς… Αλλά πέστε μου πώς σας φάνηκε το τοπίο;»

«Α! πολύ ωραίο!…»

«Ωραία… τώρα πάμε καλύτερα!… Έτσι δεν είναι;… Τόσο το χειρότερο… πάμε καλύτερα… Δίχως ταραχή και συγκίνηση… Τι περίεργο σπίτι… έτσι δεν είναι;… Τι περίεργο σπίτι, όπου μπορεί να δει κανείς τέτοια τοπία!»

«Ναι. Θα νόμιζε κανείς πως βρισκόμαστε στο μουσείο Γκραβέν!… Μα πέστε μου, Ερίκ… Εκεί μέσα δεν υπάρχουν όργανα βασανιστηρίων… Να ξέρατε πόσο με τρομάξατε!…»

«Μα, γιατί τρομάξατε, αφού δεν υπάρχει κανείς μέσα κει!…»

«Εσείς φτιάξατε αυτό το δωμάτιο, Ερίκ! Το ξέρετε πως είναι πολύ όμορφο! Πραγματικά, Ερίκ, είστε μεγάλος καλλιτέχνης…»