Выбрать главу

«Ναι, στο είδος μου είμαι ένας μεγάλος καλλιτέχνης».

«Μα, πέστε μου, Ερίκ, γιατί ονομάσατε αυτό το δωμάτιο δωμάτιο βασανιστηρίων;»

«Α! Είναι πολύ απλό. Αλλά, για πέστε μου πρώτα, τι είδατε;»

«Είδα ένα δάσος!…»

«Και τι υπάρχει μέσα σ' αυτό το δάσος;»

«Δέντρα!…»

«Και τι υπάρχει πάνω σ' ένα δέντρο;»

«Πουλιά…»

«Είδες πουλιά…»

«Όχι δεν είδα πουλιά».

«Τι είδες λοιπόν; Σκέψου!… Είδες κλαδιά! Και τι υπάρχει πάνω σ' ένα κλαδί;» λέει η τρομερή φωνή… «Υπάρχει μια κρεμάλα! Να γιατί ονομάζω το δάσος μου δωμάτιο βασανιστηρίων!… Βλέπεις, είναι ένας τρόπος του λέγειν! Όλ' αυτά είναι για γέλια!… Εγώ δεν εκφράζομαι ποτέ όπως οι άλλοι!… Όμως κουράστηκα πια!… Κουράστηκα… Βαρέθηκα πια να 'χω ένα δάσος και ένα δωμάτιο βασανιστηρίων μέσα στο σπίτι μου!… Βαρέθηκα να μένω σαν τσαρλατάνος στο βάθος ενός κουτιού με διπλό πάτο!… Βαρέθηκα! Βαρέθηκα!… Θέλω να έχω ένα ήσυχο διαμέρισμα με κανονικές πόρτες και κανονικά παράθυρα και μέσα να 'χω μια τίμια γυναίκα· όπως έχει όλος ο κόσμος!… Θα 'πρεπε να το καταλαβαίνεις αυτό, Κριστίν και δε θα 'πρεπε ν' αναγκάζομαι να στο επαναλαμβάνω συνέχεια! Μια γυναίκα όπως όλος ο κόσμος!… Μια γυναίκα που θ' αγαπώ, που θα πηγαίνω μαζί της περίπατο την Κυριακή και που όλη την υπόλοιπη εβδομάδα θα την κάνω να γελά! Α! Κριστίν δεν πρόκειται ποτέ να πλήξεις κοντά μου! Έχω πολλά κόλπα στο σακούλι μου, χωρίς να υπολογίσουμε και όλα τα κόλπα με τα χαρτιά!… Κοίτα! Θέλεις να σου κάνω μερικά κόλπα με χαρτιά; Έλα! Έτσι θα περάσουν και πιο εύκολα οι ώρες μέχρι αύριο το βράδυ στις έντεκα!… Μικρή μου Κριστίν!… Μικρή μου Κριστίν!… Μ' ακούς;… Δε με διώχνεις πια από κοντά σου!… Πες μου… μ' αγαπάς;… Όχι δε μ' αγαπάς!… Όμως αυτό δε σημαίνει τίποτα! Θα μ' αγαπήσεις! Παλιότερα, δεν μπορούσες καν να κοιτάξεις τη μάσκα μου, γιατί ήξερες τι κρυβόταν από πίσω… Και να που τώρα θες να την κοιτάς και ξεχνάς τι κρύβεται πίσω της, και να που τώρα δε με διώχνεις πια!… Σε όλα μπορεί να συνηθίσει κανείς… όταν το θέλει… όταν έχει την καλή θέληση!… Πόσοι άνθρωποι που παντρεύονται χωρίς ν' αγαπιούνται μετά λατρεύουν ο ένας τον άλλον! Α! δεν ξέρω πια τι λέω… Πάντως, θα διασκεδάσεις καλά μαζί μου!… Δεν υπάρχει άλλος σαν και μένα, ναι, αυτό μπορώ να στο ορκιστώ στον καλό Θεό που θα μας παντρέψει, -αν φανείς λογική- να, για παράδειγμα, δεν υπάρχει άλλος στον κόσμο που να κάνει τον εγγαστρίμυθο σαν και μένα! Είμαι ο καλύτερος εγγαστρίμυθος του κόσμου!… Γελάς!… Μήπως δε με πιστεύεις;… Άκου!»

Ο δύστυχος (που ήταν πράγματι ο καλύτερος εγγαστρίμυθος του κόσμου) έβαζε όλα του τα δυνατά (ήταν φανερό) για να κάνει τη μικρή να ξεχάσει την αίθουσα των βασανιστηρίων!… Άδικος κόπος… κουτός συλλογισμός… Η Κριστίν δεν είχε στο νου της άλλο από μας!… Επανέλαβε πολλές φορές, με το γλυκύτερο ύφος του κόσμου την ίδια ικεσία:

«Σβύστε το μικρό παράθυρο!… Ερίκ! σας παρακαλώ σβύστε επιτέλους το μικρό παράθυρο!…»

Σκεφτόταν πως αυτό το φως, που εμφανίστηκε ξαφνικά στο μικρό παράθυρο και που γι' αυτό το τέρας είχε μιλήσει τόσο απειλητικά, θα είχε κάποιον τρομερό λόγο ύπαρξης… Φαντάζομαι πως το μόνο πράγμα που θα πρέπει να την καθησύχασε κάπως θάταν το ότι μας είδε και τους δυο πίσω απ' τον τοίχο, λουσμένους στο λαμπρό φως, όρθιους, γερούς και δυνατούς!… Όμως, θα ήταν πιο ήσυχη αν το τέρας έσβυνε το φως…

Ο άλλος είχε κιόλας αρχίσει να κάνει τον εγγαστρίμυθο. Έλεγε:

«Να κοίτα! Σηκώνω λίγο τη μάσκα μου! Μην ανησυχείς… πολύ λίγο… Βλέπεις τα χείλια μου; Αυτό που έχω για χείλια; Δεν κουνιούνται!… Το στόμα μου μένει κλειστό… αυτό το είδος στόματος… κι όμως βλέπεις… ακούς τη φωνή μου!… Μιλάω με την κοιλιά μου… είναι φυσικό… αυτό είναι ο εγγαστρίμυθος, αυτός που μπορεί να μιλά απ' την κοιλιά του!… Είναι γνωστό: άκου τη φωνή μου… πού θέλεις να πάει; Στο αριστερό σου αφτί; Στο δεξί σου αφτί;… στο τραπέζι;… στα μικρά εβένινα κουτιά πούναι στο τζάκι;… Α! Όλ' αυτά σε ξαφνιάζουν!… η φωνή μου μέσα στα μικρά κουτιά του τζακιού;… Τη θες μακρινή; Τη θες κοντινή;… Βροντερή;… Ψιλή;… Ένρινη;… Η φωνή μου μπορεί να πάει παντού!… Παντού!… Άκου, γλυκιά μου… στο μικρό δεξί κουτί πάνω στο τζάκι, άκουσε τη φωνή μου που λέει: “Πρέπει να γυρίσουμε τον σκορπιό;” Και τώρα, κρακ! άκου τι λέει αυτό το μικρό κουτί στ' αριστερά: “Πρέπει να γυρίσουμε την ακρίδα”;… Και τώρα, κρακ! Νάτην μέσα στο μικρό δερμάτινο σακούλι… Τι λέει; “Είμαι το μικρό σακούλι της ζωής και του θανάτου! Και τώρα, κρακ!… Νάτην μέσα στο λαιμό της Καρλότας, στο βάθος αυτού του χρυσού λαρυγγιού, μέσα σ' αυτό το χρυσό λαρύγγι, το κρυστάλλινο λαρύγγι της Καρλότας… και μα την πίστη μου!… Τι λέει; Λέει: “Είμαι εγώ, ο κύριος βάτραχος! Είμαι εγώ που τραγουδώ: Ακούω αυτή τη μοναχική φωνή… κουάξ… που τραγουδά στο… κουάξ…” Και τώρα, κρακ… Α! Α! Α! Πού είναι η φωνή του Ερίκ;… Άκου, γλυκιά μου Κριστίν!… Άκου… Είναι πίσω, πίσω από την πόρτα της αίθουσας των βασανιστηρίων!… Και τι λέω; Λέω: “Αλίμονο σ' αυτούς που έχουν την ευτυχία να έχουν μια μύτη, μιαν αληθινή μύτη και σ' αυτούς που μπαίνουν στην αίθουσα των βασανιστηρίων!… Αχ! Αχ! Αχ!”