Πήγαινε πέρα δώθε χωρίς λόγο, προχωρούσε προς μια ανύπαρκτη αλέα, νομίζοντας πως τον οδηγούσε έξω, και μετά από μερικά βήματα χτυπούσε πάνω στην αντανάκλαση του δάσους!
Όποτε γινόταν αυτό, φώναζε: Κριστίν! Κριστίν!… Κραδαίνοντας το πιστόλι του φώναζε μ' όλη του τη δύναμη το τέρας. Καλούσε τον Άγγελο της μουσικής σε μονομαχία, ενώ ταυτόχρονα βλαστημούσε το καταραμένο δάσος του. Γι' αυτόν, που ήταν απροετοίμαστος, το βασανιστήριο είχε κιόλας αρχίσει. Προσπάθησα, όσο ήταν δυνατόν, να τον βοηθήσω, εξηγώντας του με τη μεγαλύτερη δυνατή ηρεμία τι συνέβαινε: τον έβαζα ν' αγγίξει με τα δάχτυλά του τους καθρέφτες, το σιδερένιο δέντρο, τα κλαδιά πάνω στα τάμπουρα, εξηγώντας του τους νόμους της οπτικής που προκαλούσαν αυτό το φαινόμενο, αυτήν την ψευδαίσθηση που μας περιέβαλλε και λέγοντάς του πως δεν ήταν δυνατόν να πέσουμε θύματά της όπως οι ανίδεοι!
«Βρισκόμαστε μέσα σ' ένα δωμάτιο, μέσα σ' ένα μικρό δωμάτιο, να, αυτό πρέπει να το επαναλαμβάνετε συνέχεια στον εαυτό σας… Θα βγούμε απ' αυτό το δωμάτιο μόλις βρούμε την πόρτα. Επομένως, το καλύτερο που 'χουμε να κάνουμε είναι ν' αρχίσουμε να την ψάχνουμε!»
Του υποσχέθηκα πως, αν μ' άφηνε να ψάξω ήσυχα, χωρίς να φωνάζει και να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε σαν τρελός, θα είχα βρει την πόρτα πριν περάσει μια ώρα.
Τότε, ξάπλωσε στο δάπεδο, όπως ξαπλώνει κανείς στο δάσος, και δήλωσε πως θα περίμενε μέχρι να βρω την πόρτα του δάσους, αφού έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει! Θεώρησε μάλιστα καλό να προσθέσει πως από το σημείο που βρισκόταν «η θέα ήταν υπέροχη!» (Παρ' όλες τις προσπάθειες μου βρισκόταν κιόλας κάτω από την επήρεια του βασανιστηρίου).
Όσο για μένα, ξεχνώντας το δάσος, πήγα σ' έναν τοίχο από καθρέφτη κι άρχισα να τον ψηλαφίζω πολύ προσεχτικά, αναζητώντας το ευαίσθητο σημείο, όπου αν το ακουμπούσα θα γύρναγε και θα 'νοιγε η πόρτα, σύμφωνα με το σύστημα περιστρεφόμενων τοίχων, πορτών και καταπακτών του Ερίκ. Μερικές φορές, αυτό το ευαίσθητο σημείο μπορεί να ήταν μια απλή κηλίδα πάνω στον καθρέφτη, όχι μεγαλύτερο από ένα μπιζέλι, όπου όμως πίσω της βρισκόταν ο κατάλληλος μοχλός. Έψαχνα! Έψαχνα! Ψηλάφιζα όσο ψηλότερα μπορούσα. Ο Ερίκ είχε περίπου το ύψος μου και σκεφτόμουν πως δε θα 'χε τοποθετήσει το μοχλό ψηλότερα. Ήταν, βέβαια, μόνο μια υπόθεση, αλλά και η μόνη μου ελπίδα. Είχα αποφασίσει να ψηλαφίζω κατά τον ίδιο τρόπο και τους έξι τοίχους και μετά να εξετάσω με την ίδια προσοχή το δάπεδο. Προσπαθούσα να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, γιατί η ζέστη μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο και κυριολεκτικά ψηνόμασταν μέσα σ' αυτό το φλογισμένο δάσος.
Δούλευα έτσι για μισή ώρα περίπου και είχα ήδη τελειώσει με τρεις πλευρές του εξαγώνου όταν, για κακή μας τύχη, άκουσα τον υποκόμη να φωνάζει.
«Πνίγομαι!» έλεγε… «Όλοι αυτοί οι καθρέφτες προκαλούν μια κολασμένη ζέστη!… Θ' αργήσετε πολύ ακόμη ν' ανακαλύψετε το ελατήριο;… Αν αργήσετε πολύ ακόμα, θα ψηθούμε κι οι δυο μας ζωντανοί εδώ μέσα!»
Δε με δυσαρέστησαν τα λόγια του, γιατί δεν είπε τίποτα για δάσος και έτσι ήλπιζα πως η λογική του συντρόφου μου μπορούσε ν' αντισταθεί γι' αρκετή ώρα ακόμη στο βασανιστήριο. Όμως, δυστυχώς, πρόσθεσε:
«Αυτό που με παρηγορεί είναι πως το τέρας έδωσε διορία στην Κριστίν μέχρι αύριο το βράδυ στις έντεκα: αν δεν μπορέσουμε να βγούμε από δω και να τη βοηθήσουμε, τουλάχιστον θα 'χουμε πεθάνει πριν απ' αυτήν! Η νεκρώσιμη ακολουθία του Ερίκ θα χρησιμεύσει σε πολύ κόσμο!»
Πήρε μια βαθιά ανάσα καυτού αέρα που λίγο έλειψε να τον κάνει να λιποθυμήσει…
Καθώς δεν είχα τους ίδιους απελπισμένους λόγους με τον κύριο ντε Σανιύ να δεχτώ το τέλος, αφού του είπα μερικές ενθαρρυντικές κουβέντες, γύρισα ξανά στον τοίχο μου αλλά είχα κάνει το λάθος, καθώς μιλούσα, να κάνω χωρίς να το καταλάβω, μερικά βήματα, που όμως ήταν αρκετά για να μην μπορώ πια να ξεχωρίσω ποια ήταν η πλευρά που ψηλάφιζα! Να λοιπόν, που τώρα ήμουν αναγκασμένος να ξαναρχίσω απ' την αρχή… Δεν μπόρεσα να κρύψω τη δυσαρέσκειά μου κι έτσι ο υποκόμης κατάλαβε πως θα ξανάρχιζα απ' την αρχή. Τούτο τον έκανε να χάσει και τις τελευταίες του ελπίδες.
«Δε θα βγούμε ποτέ απ' αυτό το δάσος!» αναστέναξε.
Η απελπισία του όλο και μεγάλωνε κι όσο μεγάλωνε η απελπισία του τόσο ξεχνούσε πως είχε να κάνει με καθρέφτες και άρχιζε πραγματικά να πιστεύει πως βρισκόταν αιχμάλωτος σ' ένα πραγματικό δάσος.
Εγώ ξανάρχισα να ψάχνω… να ψηλαφίζω… Σιγά σιγά, άρχιζε να με καταλαμβάνει και μένα ο πανικός… γιατί δεν έβρισκα τίποτα… απολύτως τίποτα… Στο διπλανό δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα. Είχαμε χαθεί για τα καλά μέσα σ' αυτό το δάσος… χωρίς έξοδο… χωρίς μπούσουλα… χωρίς οδηγό… χωρίς τίποτα. Ω! ήξερα καλά τι μας περίμενε αν δεν ερχόταν κάποιος να μας βοηθήσει… ή αν δεν ανακάλυπτα το μοχλό… Όμως, έψαχνα προσεχτικά, αλλά δεν έβρισκα τίποτα… παρά μόνο κλαδιά… θαυμάσια, όμορφα κλαδιά που ορθώνονταν μπροστά μου ή που έσκυβαν προστατευτικά πάνω απ' το κεφάλι μου… δίχως ωστόσο, να κάνουν σκιά! Ήταν φυσικό άλλωστε, αφού βρισκόμασταν σ' ένα τροπικό δάσος, με τον ήλιο να καίει κάθετα πάνω απ' τα κεφάλια μας… σ' ένα δάσος του Κογκό…