Κυριολεκτικά, είχαμε κιόλας αρχίσει να πεθαίνουμε από τη ζέστη, την πείνα και τη δίψα… κυρίως τη δίψα… Τελικά, είδα τον κύριο ντε Σανιύ ν' ανασηκώνεται και να μου δείχνει ένα σημείο του ορίζοντα… ανακάλυψε μια όαση!…
Ναι, πραγματικά, εκεί κάτω, εκεί κάτω η έρημος έδινε τη θέση της σε μιαν όαση… μιαν όαση με νερό… νερό λαμπερό σαν καθρέφτης… νερό που μέσα του καθρεφτιζόταν το σιδερένιο δέντρο!… Α!… αυτός ήταν ο πίνακας της οφθαλμαπάτης… τον αναγνώρισα αμέσως… ήταν το χειρότερο… κανείς δεν είχε μπορέσει να του αντισταθεί… κανείς… Έβαζα όλα μου τα δυνατά για να κρατηθώ στα λογικά μου… και να μην ελπίζω πως θα βρω νερό… γιατί ήξερα πως αν άρχιζα να ελπίζω πως θα βρω νερό, το νερό που μέσα του καθρεφτιζόταν το σιδερένιο δέντρο, και πως αν, αφού είχα ελπίσει, σκόνταφτα πάνω στον καθρέφτη, τότε το μόνο που θα μου 'μένε να κάνω ήταν να κρεμαστώ από το σιδερένιο δέντρο!…
Γι' αυτό φώναξα στον κύριο ντε Σανιύ: «Είναι οφθαλμαπάτη!… είναι οφθαλμαπάτη!… μην πιστεύετε πως είναι πραγματικό νερό!… είναι ακόμη ένα κόλπο του καθρέφτη!…» Τότε, ο κύριος υποκόμης ντε Σανιύ μ' έστειλε στο διάολο, μαζί μ' όλα μου τα κόλπα και τους καθρέφτες, τους μοχλούς, τις περιστρεφόμενες πόρτες και το παλάτι με τις οφθαλμαπάτες!… Δήλωσε πως πρέπει νάμαι τρελός ή τυφλός για να φαντάζομαι πως όλο αυτό το νερό που κυλούσε ανάμεσα στα τόσο όμορφα, αμέτρητα, δέντρα δεν ήταν αληθινό νερό!… Και η έρημος ήταν αληθινή! Και το δάσος επίσης!… Δεν μπορούσα να τον κάνω ν' αλλάξει γνώμη… είχε ταξιδέψει αρκετά… σε όλες τις χώρες… και ήξερε…
Σύρθηκε λέγοντας:
«Νερό! Νερό!…»
Είχε το στόμα του ανοιχτό λες κι έπινε…
Και γω είχα ανοιχτό το στόμα μου λες κι έπινα…
Γιατί, όχι μόνο το βλέπαμε το νερό, αλλά τ' ακούγαμε κιόλας!… Τ' ακούγαμε να κυλά… να παφλάζει!… Καταλαβαίνετε, συνειδητοποιείτε αυτή τη λέξη: παφλάζει; Είναι μια λέξη που την ακούς με τη γλώσσα!… Η γλώσσα βγαίνει έξω απ' το στόμα για να την ακούσει καλύτερα!…
Τέλος, το φριχτότερο απ' όλα τα βασανιστήρια! Ακούγαμε τη βροχή αλλά δεν έβρεχε! Ήταν μια διαβολική επινόηση… Ω! ξέρω πολύ καλά πώς το κατόρθωνε αυτό το Ερίκ! Γέμιζε ένα πολύ στενό και πολύ μακρύ κουτί με πετραδάκια, που το διαπερνούσαν ξύλινοι και μετάλλινοι μικροί σωλήνες. Τα πετραδάκια, πέφτοντας συναντούσαν αυτά τα σωληνάκια και πήγαιναν από το ένα στο άλλο προκαλώντας ήχους που θύμιζαν κατακλυσμιαία βροχή.
…Θα 'πρεπε να μας έβλεπε κανείς… τον κύριο ντε Σανιύ κι εμένα, πώς βγάζαμε τις γλώσσες μας έξω ενώ σερνόμασταν προς το νερό που πάφλαζε… Τα μάτια μας και τ' αφτιά μας ήταν γεμάτα νερό, η γλώσσα μας όμως ήταν θεόστεγνη!…
Όταν φτάσαμε πια στον καθρέφτη… ο κύριος ντε Σανιύ τον έγλειψε… και γω το ίδιο… έγλειψα τον καθρέφτη…
Ήταν καυτός!…
Τότε αρχίσαμε να κυλιόμαστε καταγής απελπισμένοι. Ο κύριος ντε Σανιύ πλησίασε στον κρόταφό του το τελευταίο πιστόλι που είχε μείνει γεμάτο και γω κοιτούσα στα πόδια μου το λάσο του Πεντζάμπ.
Τώρα ήξερα γιατί, σ' αυτό το τελευταίο σκηνικό, έκανε την επανεμφάνιση του το σιδερένιο δέντρο!…
Το σιδερένιο δέντρο με περίμενε!…
Καθώς όμως κοιτούσα τη θηλειά του Πεντζάμπ είδα κάτι που με τάραξε τόσο πολύ, που ο κύριος ντε Σανιύ, ενώ ήταν έτοιμος ν' αυτοκτονήσει, σταμάτησε. Είχε αρχίσει κιόλας να μουρμουρίζει: «Αντίο Κριστίν!…»
Του τράβηξα το χέρι. Μετά του πήρα το πιστόλι… και μετά σύρθηκα με τα γόνατα ως αυτό που είχα δει.
Κοντά στο σκοινί του Πεντζάμπ, σε μια σχισμή του πατώματος είδα ένα καρφί με μαύρη κεφαλή που αγνοούσα σε τι χρησίμευε…
Επιτέλους! Είχα βρει το μοχλό!… το μοχλό που θα άνοιγε την πόρτα!… που θα μας έδινε την ελευθερία μας!… που θα μας παρέδιδε τον Ερίκ.
Πασπάτεψα το καρφί… Έδειξα στον κύριο ντε Σανιύ ένα πρόσωπο που ακτινοβολούσε!… Ο κύριος ντε Σανιύ είδε το πρόσωπο μου ν' ακτινοβολεί!… Το μαύρο καρφί υποχωρούσε κάτω απ' την πίεση του χεριού μου…
Και τότε…
…Και τότε δεν άνοιξε μια πόρτα αλλά μια καταπακτή στο πάτωμα.
Αμέσως νιώσαμε φρέσκο, καθαρό αέρα, να 'ρχεται απ' αυτή την τρύπα. Σκύψαμε πάνω απ' αυτό το σκοτεινό τετράγωνο λες κι ήταν μια φωτεινή πηγή. Με το σαγόνι σκιασμένο στη δροσιά πίναμε, τη ρουφούσαμε.
Σκύβαμε ολοένα και περισσότερο πάνω απ' την καταπακτή. Τι άραγε υπήρχε μέσα σ' αυτήν την τρύπα, μέσα σ' αυτό το υπόγειο που απλωνόταν κάτω απ' αυτό το άνοιγμα;…
Μήπως εκεί μέσα υπήρχε νερό;…
Νερό για να πιούμε…