Выбрать главу

Τι δροσιά!

Α! Η δροσιά! πάμε στη δροσιά! Όλη μας η δίψα, που ο τρόμος της φοβερής ανακάλυψης είχε διώξει, ξανάρχεται πιο δυνατή, μαζί με το θόρυβο του νερού.

Το νερό! το νερό! το νερό που ανεβαίνει!…

Που ανεβαίνει μέσα στο υπόγειο, που σκεπάζει τα βαρέλια, όλα τα γεμάτα μπαρούτι βαρέλια (βαρέλια! βαρέλια!… έχετε βαρέλια για πούλημα;) νερό!… το νερό που προχωράμε ν' αντιμετωπίσουμε με στεγνά λαρύγγια… το νερό που ανεβαίνει μέχρι τα σαγόνια μας, μέχρι τα στόματά μας…

Και πίνουμε… Στο βάθος του υπογείου, πίνουμε, πίνουμε την κάβα…

Ξανανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε τη σκάλα που είχαμε κατεβεί για να βρούμε το νερό και που ξανανεβαίνουμε μαζί με το νερό.

Πραγματικά, εδώ έχουμε μπόλικο βρεγμένο μπαρούτι, μπαρούτι που χάθηκε κάτω από τεράστιες ποσότητες νερού!… Ωραία δουλειά! Δεν είναι το νερό που λείπει από το σπίτι της Λίμνης! Αν αυτό συνεχιστεί, όλη η λίμνη θα μπει στο υπόγειο…

Γιατί, εδώ που τα λέμε, τώρα πια δεν ξέρει κανείς πού θα σταματήσει…

Να που βγήκαμε από το υπόγειο και το νερό εξακολουθεί πάντα ν' ανεβαίνει…

Τώρα, το νερό βγαίνει απ' το υπόγειο, απλώνεται στο πάτωμα…

Αν συνεχιστεί έτσι, σε λίγο όλο το σπίτι της Λίμνης θα πλημμυρίσει. Το δάπεδο της αίθουσας με τους καθρέφτες έχει γίνει κι αυτό μια μικρή λίμνη, που στα νερά της πλατσουρίζουν τα πόδια μας. Φτάνει τόσο νερό! Πρέπει τώρα ο Ερίκ να κλείσει τη στρόφιγγα: Ερίκ! Ερίκ! Δε χρειάζεται άλλο νερό! Γύρνα τη στρόφιγγα. Κλείσε το σκορπιό!

Όμως, ο Ερίκ δεν απαντά… Δεν ακούμε πια τίποτ' άλλο πέρα από το νερό που ανεβαίνει… τώρα έχει φτάσει μέχρι τη μέση της γάμπας μας!…

«Κριστίν! Κριστίν! το νερό ανεβαίνει! ανέβηκε μέχρι τα γόνατα μας», φωνάζει ο κύριος ντε Σανιύ!

Όμως η Κριστίν δεν απαντά… δεν ακούγεται τίποτ' άλλο πέρα απότο νερό που ολοένα ανεβαίνει.

Τίποτα! Τίποτα! τίποτα δεν ακούγεται στο πλαϊνό δωμάτιο… Δεν είναι πια κανείς εκεί! Κανείς για να κλείσει τη βρύση! κανείς για να κλείσει το σκορπιό!

Είμαστε ολομόναχοι, μέσα στο μαύρο σκοτάδι, μαζί με το μαύρο νερό που μας παρασύρει, που σκαρφαλώνει, που μας παγώνει! Ερίκ! Ερίκ! Κριστίν! Κριστίν!

Τώρα δε πατώνουμε πια και στριφογυρνάμε μέσα στο νερό, παρασυρμένοι στη δίνη του, γιατί το νερό στριφογυρνά μαζί μας και μεις χτυπιόμαστε στους μαύρους καθρέφτες… και με τους λαιμούς μας ανασηκωμένους ουρλιάζουμε…

Θα πεθάνουμε εδώ άραγε; πνιγμένοι μέσα στην αίθουσα των βασανιστηρίων;… Ποτέ μου δεν είχα δει κάτι τέτοιο! Τον καιρό των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν, ο Ερίκ, ποτέ δε μου 'χε δείξει κάτι τέτοιο από το μικρό αόρατο παράθυρο!… Ερίκ! Ερίκ! Σου 'χω σώσει τη ζωή! Το θυμάσαι;… Ήσουν καταδικασμένος!… Θα πέθαινες!… Σου άνοιξα τις πόρτες της ζωής!… Ερίκ!…

Α! Στριφογυρνούσαμε μέσ' στο νερό… έρμαια της δίνης του…

Όμως, ξάφνου έπιασα με τα χέρια μου τον κορμό του σιδερένιου δέντρου!… και φωνάζω τον κύριο ντε Σανιύ… και να 'μαστε και οι δυο μας γραπωμένοι στο κλαδί του σιδερένιου δέντρου…

Και το νερό να εξακολουθεί ν' ανεβαίνει!

Α! Α! Θυμηθείτε! Πόσος χώρος υπάρχει ανάμεσα στο κλαδί του σιδερένιου δέντρου και το ταβάνι του δωματίου με τους καθρέφτες;… Προσπαθείστε να θυμηθείτε!… Άλλωστε, ίσως τελικά το νερό σταματήσει… σίγουρα σε κάποιο σημείο θα σταματήσει… Να! Μου φαίνεται πως σταμάτησε!… Όμως όχι!… Τι φρίκη!… Πρέπει να κολυμπήσουμε! Να κολυμπήσουμε!… Πνιγόμαστε!… χτυπιόμαστε απελπισμένα μέσ' στα μαύρα νερά… Ήδη δυσκολευόμαστε ν' αναπνεύσουμε τον μαύρο αέρα πάνω απ' αυτό το μαύρο νερό… τον αέρα που φεύγει, που τον ακούμε να φεύγει από κει, πάνω απ' τα κεφάλια μας, δεν ξέρω και γω από ποιο εξάρτημα κλιματισμού… Αχ! ας στριφογυρίσουμε! Ας στριφογυρίσουμε μέχρι να βρούμε το στόμιο του αέρα… Θα κολλήσουμε το στόμα μας στο στόμιο του εξαερισμού… Όμως οι δυνάμεις μου μ' εγκαταλείπουν, προσπαθώ να κρατηθώ από τους τοίχους! Αχ! πώς γλιστράνε αυτοί οι καθρέφτες κάτω από τα δάχτυλά μας που ψάχνουν… που προσπαθούν… Στριφογυρίζουμε ξανά!… Βυθιζόμαστε… Μια τελευταία προσπάθεια!… Μια τελευταία κραυγή!… Ερίκ!… Κριστίν!… γκλου, γκλου, γκλου!… στο βάθος του μαύρου νερού τ' αφτιά μας κάνουν γκλουγκλου!… Λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου, μου φάνηκε πως ανάμεσα σε δυο γκλουγκλου άκουσα: «Βαρέλια!… Βαρέλια!… Έχετε βαρέλια για πούλημα;»

27

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΟΣ

Σ' ΑΥΤΟ το σημείο, τελειώνει η γραπτή αφήγηση που μου άφησε ο Πέρσης.

Παρ' όλη τη φρίκη αυτής της κατάστασης, που έμοιαζε να τους οδηγεί σε βέβαιο θάνατο, ο κύριος ντε Σανιύ και ο σύντροφος του σώθηκαν χάρη στη θεία αφοσίωση της Κριστίν Ντααέ. Το τέλος της περιπέτειας το άκουσα από τον ίδιο τον νταρόγκα.