Выбрать главу

Όταν πήγα να τον δω, κατοικούσε, όπως πάντα, στο μικρό του διαμέρισμα της οδού Ριβολί, απέναντι ακριβώς από τον κήπο των Τουλερί. Ήταν βαριά άρρωστος και χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλο μου το ταλέντο για να τον πείσω πως αυτό που μ' ενδιέφερε, ως δημοσιογράφο και ιστορικό, ήταν η αλήθεια και μόνον η αλήθεια κι έτσι ν' αποφασίσει να ξαναζήσει μαζί μου το απίστευτο αυτό δράμα. Ο παλιός πιστός του υπηρέτης Δαρείος τον βοηθούσε όπως πάντα αυτός με οδήγησε κοντά του. Ο νταρόγκα με υποδέχτηκε καθισμένος σε μια βαθιά πολυθρόνα, μπρος στο παράθυρο που βλέπει στον κήπο. Προσπαθούσε να συναρμολογήσει ένα θώρακα από κάποια παλιά πανοπλία, που κάποτε θα πρέπει να ήταν πολύ ωραίος. Ο Πέρσης μας, είχε ακόμη τα υπέροχα μάτια του, αλλά το καημένο το πρόσωπο του ήταν πάρα πολύ κουρασμένο. Είχε ξυρίσει εντελώς το κεφάλι του, που συνήθως κάλυπτε μ' ένα σκουφί από αστρακάν. Φορούσε μια άνετη, πολύ απλή ρόμπα κι ασυνείδητα, μέσα απ' τα φαρδιά της μανίκια, έπαιζε με τα δάχτυλά του. Το πνεύμα του είχε διατηρήσει όλη του τη διαύγεια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τα παλιά του βάσανα δίχως να καταληφθεί από πυρετό και με δυσκολία κατάφερα να του εκμαιεύσω το τέλος αυτής αλλόκοτης ιστορίας. Μερικές φορές, έπρεπε να τον παρακαλέσω ώρα πολλή για να απαντήσει στις ερωτήσεις μου. Άλλοτε, παρασυρμένος από τις αναμνήσεις του, αναπαρίστανε μπρος μου, με μιαν εκπληκτική ζωντάνια, την εικόνα του τρομερού Ερίκ και τις φοβερές ώρες που ο κύριος ντε Σανιύ κι αυτός ζήσανε στο σπίτι της Λίμνης.

Έπρεπε να βλέπατε το τρέμουλο που τον τάραζε ολόκληρο όταν περιέγραφε το ξύπνημά του, μετά το δράμα των νερών, μέσα στο ανησυχητικό ημίφως του δωματίου «Λουί Φιλίπ»… Και να, λοιπόν, το τέλος αυτής της τρομερής ιστορίας, έτσι όπως μου το διηγήθηκε ο Πέρσης, για να ολοκληρωθεί η γραπτή διήγηση που θέλησε να μου εμπιστευθεί:

Ανοίγοντας τα μάτια του, ο νταρόγκα είδε πως ήταν ξαπλωμένος πάνω σ' ένα κρεβάτι… Ο κύριος ντε Σανιύ κοιμόταν πάνω σ' έναν καναπέ, δίπλα σ' ένα ντουλάπι με καθρέφτη. Από πάνω τους, ένας άγγελος κι ένας δαίμονας…

Μετά από τα οράματα, τις οφθαλμαπάτες και τις παραισθήσεις της αίθουσας των βασανιστηρίων, η καθημερινότητα των αντικειμένων αυτού του δωματίου τάραζε ακόμη περισσότερο το ήδη ταραγμένο μυχλό αυτού που είχε βρεθεί σε τούτο το βασίλειο του ζωντανού εφιάλτη. Ήταν σαν να 'χαν τοποθετηθεί επίτηδες εκεί, για να τον κάνουν να τα χάσει εντελώς. Αυτό το κρεβάτι, τούτες οι καρέκλες από ακαζού, αυτό το κομοδίνο με τα σκαλίσματα του, η φροντίδα με την οποία εκείνα τα δαντελένια καρέ είχαν τοποθετηθεί στις πολυθρόνες, το εκκρεμές και τα μικρά κουτάκια που βρισκόντουσαν πάνω στο τζάκι κι έμοιαζαν τόσο αθώα… τέλος… αυτή η εταζέρα, διακοσμημένη με κοχύλια, κόκκινες πελότες για τις καρφίτσες, καραβάκια κι ένα τεράστιο αυγό στρουθοκαμήλου… Όλος ο χώρος φωτιζόταν από ένα αμπαζούρ που βρισκόταν πάνω σ' ένα χαμηλό τραπεζάκι… όλη αυτή η τόσο μπανάλ επίπλωση στα «υπόγεια της Όπερας» τάραζε τη φαντασία περισσότερο από κάθε προηγούμενη φαντασμαγορία.

Η σκιά του ανθρώπου με τη μάσκα, μέσα σ' αυτό το γεροντίστικο μπανάλ περιβάλλον, το τόσο καθημερινό και «καθώς πρέπει», έμοιαζε ακόμη πιο εξωπραγματική. Έσκυψε μέχρι τ' αφτί του Πέρση και του είπε με σιγανή φωνή:

«Αισθάνεσαι καλύτερα νταρόγκα;… Κοιτάς το σπίτι μου;… Είναι ό,τι απόμεινε από τη δύστυχη μητέρα μου…»

Του είπε κι άλλα ακόμη, που όμως δε θυμόταν πια. Όμως — κι αυτό γιατί του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση — ο Πέρσης θυμόταν πολύ καλά πως, όσο κράτησε εκείνο το όραμα σ' εκείνο το παλιομοδίτικο δωμάτιο, μιλούσε μόνο ο Ερίκ. Η Κριστίν Ντααέ δεν έλεγε κουβέντα· απλά πηγαινοερχόταν αθόρυβα σαν μια καλόγρια που 'χε δώσει όρκο σιωπής, πότε για να φέρει κάποιο τονωτικό… πότε αχνιστό τσάι… Ο άνθρωπος με τη μάσκα τής έπαιρνε το φλυτζάνι και το 'δίνε στον Πέρση.

Όσο για τον κύριο ντε Σανιύ… κοιμόταν…

Ο Ερίκ, ρίχνοντας λίγο ρούμι στο φλυτζάνι του νταρόγκα και δείχνοντας του τον ξαπλωμένο υποκόμη, είπε:

«Είχε συνέλθει πολύ πριν μάθουμε αν θα ζήσετε ή όχι, νταρόγκα. Πάει πολύ καλά… Κοιμάται… Δεν πρέπει να τον ξυπνήσετε…»

Για μια στιγμή, ο Ερίκ έφυγε από το δωμάτιο και ο Πέρσης ανασηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα του… Σε μια γωνιά κοντά στο τζάκι διέκρινε τη λευκή φιγούρα της Κριστίν Ντααέ. Της μίλησε… τη φώναξε… όμως ακόμη ήταν πολύ αδύναμος κι έτσι ξανάπεσε πίσω στο μαξιλάρι του… Η Κριστίν ήρθε κοντά του, ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπο του και μετά απομακρύνθηκε… Ο Πέρσης θυμόταν πως καθώς απομακρυνόταν δεν έριξε ούτε μια ματιά στον κύριο ντε Σανιύ που, πράγματι, κοιμόταν ήσυχα ήσυχα… Ξανακάθησε στην πολυθρόνα της δίπλα στο τζάκι, σιωπηλή, σαν μια αδελφή του Ελέους που έχει δώσει όρκο σιωπής…