Выбрать главу

Ο Ερίκ επέστρεψε κρατώντας διάφορα μικρά μπουκαλάκια που ακούμπησε πάνω στο τζάκι. Μετά, πολύ σιγανά, για να μην ξυπνήσει τον κύριο ντε Σανιύ, είπε στον Πέρση, αφού πρώτα του πήρε το σφυγμό:

«Τώρα, είσαστε κι οι δυο σας εκτός κινδύνου και θα σας οδηγήσω πίσω, πάνω στη γη, για να ευχαριστήσω τη γυναίκα μου».

Σηκώθηκε και χωρίς να δώσει καμιά άλλη εξήγηση εξαφανίστηκε ξανά.

Ο Πέρσης, κοίταξε κάτω απ' το φως της λάμπας το ήσυχο προφίλ της Κριστίν Ντααέ. Διάβαζε ένα πολύ μικρό βιβλίο, με χρυσωμένες τις άκρες των φύλλων του σαν τα θρησκευτικά βιβλία. Η Μίμηση κάνει παρόμοιες εκδόσεις. Στ' αφτιά του Πέρση αντηχούσαν ακόμη τα λόγια που είχε πει ο άλλος, με το φυσικότερο ύφος του κόσμου: «Για να ευχαριστήσω τη γυναίκα μου».

Ο νταρόγκα, πολύ σιγανά, τη φώναξε ξανά' όμως η Κριστίν θα πρέπει να βρισκόταν, διαβάζοντας, κάπου πολύ μακριά, γιατί δεν άκουσε τίποτα…

Ο Ερίκ ξανάρθε… έδωσε στον νταρόγκα να πιει ένα φάρμακο και μετά του είπε να μην απευθύνει το λόγο ξανά ούτε στη «γυναίκα του» ούτε σε κανέναν άλλον, «γιατί αυτό μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο για όλον τον κόσμο».

Μετά απ' αυτό, ο Πέρσης θυμάται ακόμη τη μαύρη σκιά του Ερίκ και τη λευκή φιγούρα της Κριστίν, που γλιστρούσε πάντα σιωπηλή μέσ' στο δωμάτιο, να σκύβουν πάνω από τον κύριο ντε Σανιύ. Ο Πέρσης ήταν ακόμη πολύ αδύναμος και ο παραμικρότερος θόρυβος, η πόρτα του ντουλαπιού που έτριζε, για παράδειγμα, του προξενούσε τρομερούς πόνους στο κεφάλι. Κοιμήθηκε κι αυτός όπως κι ο κύριος ντε Σανιύ.

Αυτή τη φορά, όταν ξύπνησε, ήταν στο σπίτι του και δεχόταν τις περιποιήσεις του πιστού του Δαρείου, που τον πληροφόρησε πως τον είχαν βρει την προηγούμενη νύχτα έξω από την πόρτα του διαμερίσματός του, όπου θα πρέπει να τον μετέφερε κάποιος άγνωστος που φρόντισε, προτού απομακρυνθεί, να χτυπήσει το κουδούνι.

Μόλις ξαναβρήκε τις δυνάμεις του, ο νταρόγκα έστειλε να μάθει τα νέα του υποκόμη απ' το σπίτι του κόμη Φιλίπ.

Τον πληροφόρησαν πως ο νέος άντρας δεν επέστρεψε ποτέ και πως ο κόμης Φιλίπ ήταν νεκρός. Είχαν βρει το πτώμα του στις όχθες της λίμνης της Όπερας, από τη μεριά της οδού Σκριμπ. Ο Πέρσης θυμήθηκε τη νεκρώσιμη ακολουθία που είχε παρακολουθήσει πίσω απο τον τοίχο της αίθουσας των βασανιστηρίων και δεν είχε καμιά αμφιβολία, ούτε για το πώς έγινε το έγκλημα ούτε για το ποιος ήταν ο δολοφόνος. Γνωρίζοντας τον Ερίκ, του ήταν πολύ εύκολο να καταλάβει τι έγινε.

Νομίζοντας πως αδελφός του ήταν αυτός που είχε απαγάγει την Κριστίν Ντααέ, ο κόμης Φιλίπ έτρεξε να τον βρει. Τον ακολούθησε στο δρόμο των Βρυξελλών. Πήρε το δρόμο των Βρυξελλών γιατί ήξερε πως από κει επρόκειτο να φύγουν. Καθώς όμως δε βρήκε τίποτα, ξαναγύρισε στην Όπερα. Θυμήθηκε τις παράξενες εκμυστηρεύσεις του Ραούλ για τον φανταστικό του αντίπαλο κι έμαθε πως ο υποκόμης είχε κάνει το παν για να κατέβει στα υπόγεια της Όπερας και πως, τελικά, εξαφανίστηκε αφήνοντας το καπέλο του στο καμαρίνι της ντίβας, δίπλα σε μια θήκη πιστολιών. Ο κόμης, που πια ήταν σίγουρος πως ο αδελφός του είχε τρελαθεί, ρίχτηκε κι αυτός με τη σειρά του μέσα σ' εκείνον το σατανικό υπόγειο λαβύρινθο. Δε χρειαζόντουσαν περισσότερα για να βρεθεί το πτώμα του κόμη Φιλίπ στις όχθες της λίμνης, όπου καιροφυλαχτούσε το τραγούδι της σειρήνας, της σειρήνας του Ερίκ, αυτής της θυρωρού της λίμνης των Νεκρών…

Έτσι, ο Πέρσης δε δίστασε. Συγκλονισμένος απ' αυτή την καινούργια συμφορά, μην μπορώντας να ζει άλλο μέσα στην αβεβαιότητα για το τι μπορεί να έχει συμβεί στον υποκόμη και την Κριστίν Ντααέ, αποφάσισε να πάει να τα πει όλα στην αστυνομία.

Μόνο που η υπόθεση είχε ανατεθεί στον ανακριτή κύριο Φορ κι έτσι πήγε και μίλησε σ' αυτόν. Μπορείτε νομίζω να φαντασθείτε το πώς, ένα καχύποπτο, τετράγωνο κι επιπόλαιο μυαλό, (τα λέω έτσι ακριβώς όπως τα σκέφτομαι), πέρα για πέρα ανέτοιμο για μια τέτοια εκμυστήρευση, αντιμετώπισε την κατάθεση του νταρόγκα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ανακριτής Φορ θεώρησε πως ο νταρόγκα δεν έστεκε καλά στα λογικά του.

Ό Πέρσης, αφού απελπίστηκε και συνειδητοποίησε πως η αστυνομία δεν επρόκειτο να τον πάρει στα σοβαρά, άρχισε να γράφει. Μπορεί η αστυνομία να μην ενδιαφερόταν για την κατάθεσή του, ίσως όμως η κατάθεσή του να ενδιέφερε τον Τύπο. Άρχισε λοιπόν να γράφει. Ένα βράδυ, αφού είχε γράψει την τελευταία πρόταση της διήγησης που μόλις σας παράθεσα, ο Δαρείος του ανάγγειλε τον ερχομό ενός αγνώστου, που αρνιόταν επίμονα να πει τ' όνομα του και που ήταν αδύνατον να δει κανείς το πρόσωπό του. Ο άγνωστος είχε δηλώσει πολύ απλά πως δεν επρόκειτο να φύγει αν δεν έβλεπε τον νταρόγκα.

Ο Πέρσης, που αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν ο άγνωστος επισκέπτης, διέταξε να τον οδηγήσουν πάραυτα μέσα.