«Ναι, με περίμενε!» συνέχισε ο Ερίκ, που άρχισε να τρέμει σαν το φύλλο, να τρέμει από μια πραγματική ιερή συγκίνηση… «με περίμενε ολόρθη, ζωντανή, σαν μια πραγματική αρραβωνιαστικιά, ζωντανή, έτσι όπως μου. το είχε ορκιστεί στη σωτηρία της ψυχής της!… Και όταν εγώ άρχισα να την πλησιάζω, πιο ντροπαλά κι από ένα παιδί, εκείνη δεν απομακρύνθηκε… όχι… όχι… έμεινε εκεί… με περίμενε… νομίζω μάλιστα, νταρόγκα, πως λίγο… όχι πολύ… μα λίγο, σαν μια ζωντανή αρραβωνιαστικιά, έτεινε το μέτωπό της προς το μέρος μου… Και… και… τη φίλησα!… Εγώ!… εγώ!… εγώ!… Κι εκείνη δεν είναι νεκρή!… Κι εκείνη, πολύ φυσικά, έμεινε στο πλάι μου, αφού τη φίλησα… έτσι… στο μέτωπο… Αχ! πόσο όμορφο είναι, νταρόγκα να φιλάς κάποιον!… Δεν μπορείς εσύ να ξέρεις!… Όμως εγώ! εγώ!… Η μητέρα μου, νταρόγκα, η καημένη η δυστυχισμένη μου μητέρα ποτέ δε θέλησε να τη φιλήσω… Έφευγε μακριά!… πετώντας μου τη μάσκα!… ούτε καμιά άλλη γυναίκα!… ποτέ!… ποτέ!… Αχ!Αχ! Αχ! Τότε… έτσι δεν είναι;… τότε, μετά από μια τόσο μεγάλη ευτυχία έκλαψα. Και κλαίγοντας έπεσα στα πόδια της… και φίλησα τα πόδια της, τα μικρά της πόδια, κλαίγοντας… Κι εσύ, νταρόγκα κλαις;… Κι αυτή έκλαιγε… ο άγγελος έκλαψε…»
Καθώς τα διηγόταν όλ' αυτά ο Ερίκ, έκλαιγε με λυγμούς και ο Πέρσης, κι αυτός, πραγματικά, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του μπρος σ' αυτόν το μασκοφόρο άντρα, που με τους ώμους του να τραντάζονται, με τα χέρια του στο στήθος, βογγούσε πότε από αβάσταχτη οδύνη και πότε από αβάσταχτη τρυφερότητα.
«Ω! νταρόγκα, ένιωσα να δάκρυά της να κυλούν πάνω στο μέτωπό μου, στο δικό μου μέτωπο! στο δικό μου! στο δικό μου! Ήταν ζεστά… ήταν γλυκά! κυλούσαν και γινόντουσαν ένα με τα δικά μου δάκρυα, κυλούσαν μέσ' στα μάτια μου!… κυλούσαν μέχρι το στόμα μου… κυλούσαν στο στόμα μου. Αχ! τα δικά της δάκρυα πάνω μου! Άκου, νταρόγκα, άκου τι έκανα… Έβγαλα τη μάσκα μου για να μη χάσω ούτε ένα δάκρυ της… κι εκείνη δεν έφυγε!… Και δεν ήταν νεκρή! Έμεινε εκεί, ζωντανή, να κλαίει… να κλαίει πάνω μου… μαζί μου… Κλάψαμε μαζί!… Κύριε των δυνάμεων! Μου χαρίσατε τη μεγαλύτερη ευτυχία του κόσμου όλου!…»
Ο Ερίκ, θρηνώντας, κατάρρευσε στην πολυθρόνα.
«Α! Αχ! Δε θέλω ακόμη να πεθάνω… όχι τώρα αμέσως… μα αφήστε με να κλάψω!» είπε στον Πέρση.
Μετά από λίγο, ο μασκοφόρος άντρας συνέχιζε:
«Άκου, νταρόγκα… άκου καλά… άκου το καλά αυτό… ενώ ήμουν στα πόδια της… την άκουσα να μου λέει: “Καημένε μου, δυστυχισμένε Ερίκ!”. Και πήρε το χέρι μου στο δικό της!… Εγώ, καταλαβαίνεις, δεν ήμουν πια παρά ένα κακόμοιρο σκυλί έτοιμο να πεθάνω γι' αυτήν,…είναι αλήθεια, νταρόγκα!
«Σκέψου, πως μέσα στο χέρι μου είχα ένα δαχτυλίδι, μια βέρα, μια χρυσή βέρα που της είχα δώσει… και που αυτή είχε χάσει… Την έβαλα στο μικρό της χέρι και της είπα: Πάρτην!… πάρτην για σένα… και γι' αυτόν… Αυτό θα 'ναι το δώρο μου για τους γάμους σας… το δώρο του καημένου, του δυστυχισμένου Ερίκ… Ξέρω πως τον αγαπάς, το νέο αυτόν άντρα… μην κλαις άλλο!… Με μια φωνή γλυκύτατη, με ρώτησε τι ήθελα να πω. Τότε την έκανα να καταλάβει πως γι' αυτήν δεν ήμουν τίποτε άλλο παρά ένα κακόμοιρο σκυλί έτοιμο να πεθάνει… αλλά πως αυτή, αυτή θα μπορούσε να παντρευτεί με το μικρό νεαρό άντρα όποτε ήθελε, γιατί είχε κλάψει μαζί μου… Αχ! νταρόγκα… καταλαβαίνεις… εκείνη την ώρα ήταν σαν να κομμάτιαζα ήσυχα ήσυχα την καρδιά μου με τα ίδια μου τα χέρια… μα εκείνη… εκείνη, νταρόγκα, είχε κλάψει μαζί μου… και είχε πει: «Καημένε μου, δυστυχισμένε μου Ερίκ!…»
Η συγκίνηση του Ερίκ ήταν τέτοια που χρειάστηκε να προειδοποιήσει τον Πέρση να μη γυρίσει να τον κοιτάξει, γιατί ένιωθε να πνίγεται και θα 'βγαζε τη μάσκα του. Ο Πέρσης μου είπε πως πήγε ο ίδιος στο παράθυρο για να τ' ανοίξει και πως η καρδιά του ήταν γεμάτη θλίψη και λύπη για αυτόν, ωστόσο, φρόντισε ιδιαίτερα να κοιτάζει συνέχεια σ' ένα σημείο, έξω στα δέντρα των Τουλερί, για να μη συναντήσει το πρόσωπο του τέρατος.
«Πήγα», συνέχισε ο Ερίκ, «να ελευθερώσω τον νέο άντρα και του είπα να μ' ακολουθήσει… Αγκαλιάστηκαν μπροστά μου… εκεί… στο δωμάτιο «Λουί Φιλίπ»… Η Κριστίν φορούσε τη βέρα μου… Έβαλα την Κριστίν να μου ορκιστεί πως όταν θα πέθαινα, θα 'ρχοταν μια νύχτα, περνώντας από τη λίμνη της οδού Σκριμπ, θα 'ρχοταν να με θάψει μυστικά περνώντας μου τη βέρα που μέχρι εκείνη τη στιγμή θα φορούσε εκείνη… της είπα πού θα 'βρισκε το σώμα μου και τι έπρεπε να κάνει… Τότε η Κριστίν με φίλησε, για πρώτη φορά εκείνη, με φίλησε στο μέτωπο… (μην κοιτάς, νταρόγκα!) εκεί πάνω στο μέτωπο… πάνω στο μέτωπό μου… φίλησε το δικό μου μέτωπο!… (μη γυρνάς, νταρόγκα!) και φύγανε… οι δυο τους… Η Κριστίν δεν έκλαιγε πια… εγώ μόνος έκλαιγα… νταρόγκα, νταρόγκα… αν η Κριστίν κρατήσει τον όρκο της δε θ' αργήσει να γυρίσει!…»