Η Σορέλι είχε γίνει έξαλλη που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το λόγο της. Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ την αγκάλιασαν, την ευχαρίστησαν κι εξαφανίστηκαν το ίδιο γρήγορα με το φάντασμα. Αυτό δεν ξάφνιασε κανέναν, γιατί όλοι ήξεραν πως επρόκειτο να υποστούν την ίδια τελετή στο πάνω πάτωμα, στο φουαγιέ του τραγουδιού, και πως θα δεξιωνόντουσαν ξανά, για τελευταία φορά, τους καλούς τους φίλους στο μεγάλο χολ του διοικητικού διαμερίσματος όπου τους περίμενε ένα πραγματικό δείπνο.
Εκεί λοιπόν θα τους ξαναβρούμε όλους, μαζί με τους νέους διευθυντές κυρίους Αρμάν Μονσαρμέν και Φερμέν Ρισάρ. Οι μεν, γνώριζαν ελάχιστα τους δε, αυτό ωστόσο δεν τους εμπόδιζε να είναι ιδιαίτερα εκδηλωτικοί μεταξύ τους και ν' ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις. Έτσι, όσοι απ' τους προσκεκλημένους φοβόντουσαν μια πληκτική βραδιά φάνηκαν πολύ ευχαριστημένοι. Το δείπνο ήταν σχεδόν εύθυμο και ο κύριος κυβερνητικός εκπρόσωπος φρόντισε να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για να μπλέξει, με απαράμιλλη επιδεξιότητα, τις παλιές δόξες με τις μελλοντικές επιτυχίες, δημιουργώντας έτσι μια πραγματικά εγκάρδια ατμόσφαιρα ανάμεσα στους καλεσμένους. Η μεταβίβαση των εξουσιών είχε γίνει την προηγούμενη, με όσο το δυνατόν απλούστερο τρόπο και τα ζητήματα που έπρεπε να ρυθμιστούν ανάμεσα στην παλιά και τη νέα διοίκηση είχαν ήδη λυθεί κάτω από την εποπτεία του κυβερνητικού εκπροσώπου με μια τόσο καλή διάθεση και από τα δύο μέρη που, τελικά, ήταν κάτι παραπάνω από φυσικό, να παραβρίσκονται σ' αυτήν την αξέχαστη βραδιά οι τέσσερις διευθυντές με τόσο χαμογελαστά πρόσωπα.
Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ είχαν ήδη παραδώσει στους κυρίους Αρμάν Μονσαρμέν και Φερμέν Ρισάρ τα δυο μικροσκοπικά κλειδιά τα πασπαρτού που άνοιγαν όλες τις πόρτες της εθνικής Ακαδημίας της μουσικής… και ήταν χιλιάδες αυτές οι πόρτες. Ενώ αυτά τα μικρά κλειδιά, αντικείμενα της γενικής περιέργειας, άλλαζαν χέρια, η προσοχή μερικών στράφηκε στην άκρη του τραπεζιού όπου καθόταν αυτή η παράξενη, πελιδνή, φανταστική μορφή, με τα βαθουλωμένα μάτια, που είχε εμφανιστεί και πρωτύτερα στο φουαγιέ του χορού και που η μικρή Τζέημς είχε χαιρετήσει φωνάζοντας, «Το φάντασμα της Όπερας!» Ήταν εκεί, λες κι η παρουσία του σ' αυτήν την τελετή ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Μόνο που δεν έτρωγε ούτε έπινε.
Όσοι είχαν αρχίσει να την κοιτάζουν χαμογελώντας, στο τέλος γύρισαν αλλού το πρόσωπό τους, γιατί αυτή η μορφή προκαλούσε τις πιο πένθιμες σκέψεις. Κανείς δεν τόλμησε να επαναλάβει τα αστειάκια του φουαγιέ, κανείς δεν τόλμησε να φωνάξει: «Να, το φάντασμα της Όπερας!»
Δεν είχε πει ούτε μια λέξη κι ακόμη κι αυτοί που βρίσκονταν δίπλα του, δεν ήταν σε θέση να πουν πότε ακριβώς ήρθε και κάθησε στο τραπέζι. Όμως, όλοι τους σκέφτηκαν πως, αν καμιά φορά οι νεκροί ερχόντουσαν να κάτσουν στο τραπέζι των ζωντανών, σίγουρα τα πρόσωπά τους δε θα ήταν περισσότερο μακάβρια από τούτο δω. Οι φίλοι των κυρίων Φερμέν Ρισάρ και Αρμάν Μονσαρμέν σκέφτηκαν πως αυτός ο εξαϋλωμένος συνδαιτημόνας ήταν γνωστός των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ, ενώ οι φίλοι των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ σκέφτηκαν πως αυτό το πτώμα ανήκε στην πελατεία των κυρίων Ρισάρ και Μονσαρμέν. Έτσι, δεν υπήρχε κίνδυνος κάποια ερώτηση, κάποια δυσάρεστη σκέψη ή κάποιο κακόγουστο αστείο να προσβάλλει αυτόν το φιλοξενούμενο από το υπερπέραν. Μερικοί από τους συνδαιτημόνες, που γνώριζαν το θρύλο για το φάντασμα της Όπερας καθώς και την περιγραφή του από τον τεχνικό — δε γνώριζαν ακόμη το θάνατο του Ζοζέφ Μπικέ — έβρισκαν πως αυτός ο άντρας της άκρης του τραπεζιού θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως η τέλεια ενσάρκωση αυτού του πλάσματος που, κατά τη γνώμη τους, είχε δημιουργηθεί από την αδιόρθωτη δεισιδαιμονία του προσωπικού της Όπερας. Άλλωστε, σύμφωνα με το θρύλο, το φάντασμα δεν είχε μύτη, ενώ τούτος δω ο παράξενος συνδαιτημόνας είχε. Ωστόσο, ο κύριος Μονσαρμέν, στα απομνημονεύματά του, μας διαβεβαιώνει πως η μύτη του συνδαιτημόνα του ήταν διάφανη. «Η μύτη του», λέει, «ήταν μακριά, λεπτή και διάφανη» και 'γω θα πρόσθετα πως κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν μια ψεύτικη μύτη. Ο κύριος Μονσαρμέν, ενδεχομένως να πέρασε για διάφανο κάτι που δεν ήταν παρά γυαλιστερό. Όλος ο κόσμος ξέρει πως η επιστήμη κατασκευάζει θαυμάσιες ψεύτικες μύτες γι' αυτούς που δεν έχουν, είτε γιατί έτσι γεννήθηκαν είτε γιατί υπέστησαν κάποια εγχείρηση. Μήπως, στην πραγματικότητα, εκείνο το βράδυ το φάντασμα παραβρέθηκε στο δείπνο των διευθυντών απρόσκλητο; Κι από την άλλη, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως αυτή η μορφή ήταν στ' αλήθεια το φάντασμα της Όπερας; Ποιος θα τολμούσε να επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο; Το ότι αναφέρω αυτό το περιστατικό, καθόλου δε σημαίνει πως θέλω να κάνω τον αναγνώστη να πιστέψει ότι το φάντασμα ήταν ικανό για μια τέτοια θρασύτατη πράξη· το αναφέρω απλά, γιατί, τελικά, δεν είναι και τόσο απίθανο…