Выбрать главу

Την επομένη, οι κύριοι Ρισάρ και Μονσαρμεν βρήκαν στην αλληλογραφία τους από τη μια, μια ευχαριστήρια κάρτα του φαντάσματος που έγραφε:

Αγαπητέ κύριε διευθυντά,

Ευχαριστώ. Γοητευτική βραδιά. Η Ντααέ εκπληκτική. Πρέπει να δώσετε μεγαλύτερη προσοχή στις χορωδίες. Η Καρλότα, υπέροχο, μπανάλ εργαλείο. Θα σας γράφω σύντομα για τα 240.000 φράγκα για την ακρίβεια 233.424,70 —. Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ μου έχουν ήδη δώσει τις 6.575,30 φράγκα, που αντιστοιχούν στις δέκα πρώτες μέρες του μισθού μου αυτού του χρόνου. Δούλος σας.

Φ.τ.Ο

Από την άλλη, ένα γράμμα των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ:

Κύριοι,

Σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας, όμως θα πρέπει να καταλάβετε πως η προοπτική να ξανακούσουμε τον Φάουστ, όσο ελκυστική κι αν είναι για πρώην διευθυντές Όπερας, δεν μπορεί να μας κάνει να ξεχάσουμε πως δεν έχουμε κανένα απολύτως δικαίωμα να κρατάμε το θεωρείο No 5, το οποίο ανήκει αποκλειστικά σ' αυτόν για τον οποίον μας δόθηκε η ευκαιρία να σας μιλήσουμε, διαβάζοντας μαζί σας για τελευταία φορά το καταστατικό. τελευταία παράγραφος του άρθρου 63.

Μετά τιμής κ.λ.π…

«Α! μα αρχίζουν να μ' ενοχλούν πραγματικά αυτοί οι άνθρωποι!» δήλωσε έντονα ο Ρισάρ, σκίζοντας το γράμμα των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ.

Εκείνο το βράδυ το θεωρείο No 5 νοικιάστηκε.

Την επομένη, φτάνοντας στο γραφείο τους, οι κύριοι Ρισάρ και Μονσαρμέν βρήκαν μια αναφορά του επιθεωρητή σχετική με τα συμβάντα της προηγούμενης βραδιάς στο θεωρείο No 5. Να και το σχετικό κείμενο:

«Βρέθηκα στην ανάγκη», γράφει ο επιθεωρητής, «να ζητήσω την παρέμβαση ενός αστυφύλακα για να εκκενώσω δυο φορές, μια στην αρχή και μια στη μέση της δεύτερης πράξης, το θεωρείο No 5. Αυτοί που το κατέλαβαν — είχαν έρθει στην αρχή της δεύτερης πράξης — προκαλούσαν πραγματικό σκάνδαλο με τα γέλια και τα ηλίθια σχόλιά τους. Παντού γύρω τους ακούγονταν “σσστ” και η αίθουσα άρχιζε να διαμαρτύρεται. Τότε ήρθε και με βρήκε η ταξιθέτρια. Πήγα στο θεωρείο και τους έκανα τις σχετικές παρατηρήσεις. Αυτοί οι άνθρωποι δε μου φάνηκαν καθόλου στα καλά τους και τα επιχειρήματά τους ήταν γελοία. Τους προειδοποίησα πως αν επαναλαμβάνονταν τα ίδια θα ήμουν υποχρεωμένος να τους βγάλω από το θεωρείο. Δεν είχα προλάβει καλά καλά να φύγω και ξανάκουσα τα τρανταχτά γέλια και τις διαμαρτυρίες του κοινού. Επέστρεψα μαζί μ' έναν αστυφύλακα που τους υποχρέωσε να εκκενώσουν το θεωρείο. Διαμαρτυρόντουσαν, εξακολουθώντας να γελούν, δηλώνοντας πως δεν επρόκειτο να φύγουν αν δεν έπαιρναν πίσω τα λεφτά τους. Τελικά ηρέμησαν και τους άφησα να επιστρέψουν στο θεωρείο. Όμως, ξανάρχισαν τα γέλια και το θόρυβο κι αυτή τη φορά τους έδιωξα οριστικά».

«Να περάσει ο επιθεωρητής», φώναξε ο Ρισάρ στο γραμματέα του, που είχε διαβάσει πριν απ' αυτόν την αναφορά του επιθεωρητή και την είχε χαραχτηρίσει επείγουσα.

Ο γραμματέας, ο κύριος Ρεμί, — εικοσιτεσσάρων χρόνων, λεπτό μουστάκι, κομψός, μεγαλοπρεπής (εκείνη την εποχή ήταν υποχρεωτικό να φορά ρεντικότα σ' όλη τη διάρκεια της μέρας), έξυπνος και ντροπαλός μπροστά στο διευθυντή του, με 2.400 μισθό το χρόνο, πληρώνεται από το διευθυντή, κάνει διαλογή των εφημερίδων, απαντά στα γράμματα, μοιράζει τις προσκλήσεις, κανονίζει τα ραντεβού, συζητά μέ τους δυσαρεστημένους, επισκέπτεται τους άρρωστους καλλιτέχνες, αναζητά σωσίες, έρχεται σ' επαφή με τους υπηρεσιακούς παράγοντες και, πάνω απ' όλα, είναι η κλειδαριά για το γραφείο του διευθυντή. Κι όμως, απ' τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να βρεθεί στο δρόμο, γιατί η θέση του δεν έχει αναγνωριστεί από τη διοίκηση. Ο γραμματέας, που είχε ήδη φροντίσει να έρθει ο επιθεωρητής, έδωσε εντολή να τον αφήσουν να περάσει.

Ο επιθεωρητής μπήκε μέσα κάπως ανήσυχος.

«Πέστε μας λοιπόν, τι ακριβώς έγινε;», είπε απότομα ο Ρισάρ.

Ο επιθεωρητής άρχισε να ψελλίζει και παρέπεμψε στην αναφορά του.

«Μα, επιτέλους! Γιατί γελούσαν αυτοί οι άνθρωποι;» ρώτησε ο Μονσαρμέν.

«Κύριε διευθυντά, φαίνεται πως αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν στην Όπερα μετά από ένα καλό δείπνο και έμοιαζαν να έχουν μεγαλύτερη διάθεση γι' αστεία παρά για ν' ακούσουν μουσική. Ήδη από την αρχή, μόλις μπήκαν στο θεωρείο ξαναβγήκαν και ζήτησαν την ταξιθέτρια. Η ταξιθέτρια ήρθε και τους ρώτησε τι συμβαίνει. “Κοιτάξτε μέσα στο θεωρείο, είσαστε σίγουρη πως δεν υπάρχει κανείς άλλος;… — Ναι, απάντησε εκείνη. — Και όμως, είπαν, όταν μπήκαμε μέσα μας φάνηκε πως κάποιος ήταν εκεί”».