Выбрать главу

«Δε σας ζητώ τίποτ' απ' όλ' αυτά. Θέλω μόνο να μάθω τι σας συνέβη χτες βράδυ!»

Η μαντάμ έγινε κατακόκκινη από αγανάκτηση. Κανείς ποτέ δεν της είχε μιλήσει με τέτοιο ύφος. Σηκώθηκε να φύγει, μαζεύοντας τη φούστα της και κουνώντας με αξιοπρέπεια τα φτερά του καπέλου της που είχε το χρώμα της στάχτης. Όμως, αλλάζοντας γνώμη, ξανακάθησε και είπε με τραχιά φωνή:

«Αυτό που συνέβη ήταν ότι ενοχλήσατε το φάντασμα!»

Σ' αυτό το σημείο, καθώς ο κύριος Ρισάρ ήταν έτοιμος να βγει εκτός εαυτού, επενέβη ο κύριος Μονσαρμέν και συνέχισε αυτός τις ερωτήσεις. Το συμπέρασμα ήταν ότι η μαντάμ Ζιρί έβρισκε απόλυτα φυσικό το γεγονός πως μέσα από ένα άδειο θεωρείο ακούστηκε μια φωνή που έλεγε ότι το θεωρείο ήταν κατειλημμένο. Δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο, που δεν ήταν καθόλου καινούριο γι' αυτήν, παρά μόνο με την παρουσία του φαντάσματος. Τούτο το φάντασμα κανείς δεν μπορούσε να το δει μέσα στο θεωρείο, όμως όλοι μπορούσαν να τ' ακούσουν. Η ίδια, το είχε ακούσει πολλές φορές, και μπορούσαν να την πιστέψουν, γιατί δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Θα μπορούσαν να ρωτήσουν πάνω σ' αυτό, τους κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ και όλους όσους τη γνώριζαν, κι ακόμη τον κύριο Ισίδωρο Σάακ, που το φάντασμα του έχει σπάσει το πόδι!

«Τι είπατε;» τη διέκοψε ο κύριος Μονσαρμέν. «Το φάντασμα έσπασε το πόδι αυτού του δυστυχισμένου του Ισίδωρου Σάακ;»

Η μαντάμ Ζιρί άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. Είχε μείνει κατάπληκτη μπρος σε τέτοια άγνοια. Τελικά, αποφάσισε να πληροφορήσει αυτούς τους δυο δυστυχισμένους άσχετους. Αυτό συνέβη την εποχή των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ, πάντα στο θεωρείο No 5, στη διάρκεια μιας παράστασης του Φάουστ.

Η μαντάμ Ζιρί, ξεροβήχει, δοκιμάζει τη φωνή της… αρχίζει… Θα 'λεγε κανείς πως ετοιμάζεται να τραγουδήσει ολόκληρη την παρτιτούρα του Γκουνό.

«Να, κύριε… Εκείνο το βράδυ, στην πρώτη σειρά ήταν ο κύριος Μανιερά με τη σύζυγό του, οι γλύπτες της οδού Μογκαντόρ και πίσω από την κυρία Μανιερά, ο στενός τους φίλος Ισίδωρος Σάακ. Ο Μεφιστοφελής τραγουδούσε (Η μαντάμ Ζιρί τρχγουδά): — Εσείς που κάνετε την “κοιμωμένη” — και τότε ο κύριος Μανιερά ακούει στο δεξί του αφτί (στο αριστερό ήταν η γυναίκα του) μια φωνή να του λέει: — Α! Α! δεν κάνει η Ζιλί “την κοιμωμένη” —. (Η γυναίκα του ονομάζεται Ζιλί). Ο κύριος Μανιερά γυρνά προς τα δεξιά για να δει ποιος είναι αυτός που του μιλάει έτσι. Κανείς! Τρίβει τ' αφτί του και λέει στον εαυτό του: — Μήπως ονειρεύομαι; — Σ' αυτό το σημείο ο Μεφιστοφελής συνέχιζε το τραγούδι του… Μήπως όμως κάνω τους κυρίους διευθυντές να πλήττουν μ' όλ' αυτά;»

«Όχι! Όχι! Συνεχίστε…»

«Οι κύριοι διευθυντές είναι πολύ καλοί! (Εδώ έχουμε μια γκριμάτσα της μαντάμ Ζιρί). Λοιπόν, ο Μεφιστοφελής συνέχιζε το τραγούδι του (η μαντάμ Ζιρί τραγουδά): - Κατερίνα σας λατρεύω, γιατί αρνιέστε τον εραστή που σας ικετεύει ένα τόσο γλυκό φιλί; — και τότε στο δεξί του αφτί ακούει τη φωνή να του λέει: — Α! Α! μήπως η Ζιλί είναι αυτή που αρνιέται ένα φιλί στον Ισίδωρο; — Γυρνά ξανά, αλλά αυτή τη φορά προς τη μεριά του Ισίδωρου και της γυναίκας του, και τι βλέπει; Τον Ισίδωρο να κρατά το χέρι της γυναίκας του και να το φιλά… έτσι ακριβώς, αγαπητοί κύριοι. (Η μαντάμ Ζιρί σκεπάζει με φιλιά το χέρι της). Μπορείτε βέβαια να φανταστείτε πως όλ' αυτά δεν πέρασαν στο ντούκου! Κλικ! Κλακ! Ο κύριος Μανιερά, που ήταν ψηλός και δυνατός σαν και σας, κύριε Ρισάρ, έδωσε δυο χαστούκια στον κύριο Ισίδωρο Σάακ, που ήταν λεπτός κι αδύνατος σαν τον κύριο Μονσαρμέν, μ' όλο μου τον σεβασμό… Ήταν ένα πραγματικό σκάνδαλο! Στην αίθουσα όλος ο κόσμος φώναξε: “Φτάνει! Φτάνει!… Θα τον σκοτώσει!…” Τελικά, ο κύριος Ισίδωρος Σάακ μπόρεσε να ξεφύγει…»

«Δεν του 'σπασε λοιπόν το πόδι το φάντασμα;» ρωτά ο κύριος Μονσαρμέν, κάπως ενοχλημένος που το παρουσιαστικό του έκανε μια τέτοια εντύπωση στη μαντάμ Ζιρί.

«Του το 'σπασε κύριε», απαντά η μαντάμ Ζιρί με ύφος (γιατί κατάλαβε την πρόθεση του Μονσαρμέν). «Του το 'σπασε για τα καλά, στη μεγάλη κεντρική σκάλα, που την κατέβαινε πολύ γρήγορα, κύριε! Και μα την πίστη μου, τα κατάφερε τόσο καλά που ο καημένος δε θα μπορέσει να ξαναπερπατήσει για πολύν καιρό!…»

«Το φάντασμα σας είπε τι ψιθύρισε στο δεξί αφτί του κυρίου Μανιερά;» ρωτά πάντα μ' ένα κωμικοτραγικό ύφος ο «ανακριτής» Μονσαρμέν.

«Όχι, κύριε! Μου τα είπε ο ίδιος ο κύριος Μανιερά. Να…»

«Μα, για πέστε μου, καλή μου κυρία, εσείς έχετε μιλήσει ποτέ με το φάντασμα;»

«Όπως μιλώ και με σας, καλέ μου κύριε…» «Κι όταν το φάντασμα σας μιλά τι σας λέει;» «Ε, να, μου λέει να του πάω ένα σκαμνάκι!» Μ' αυτά τα λόγια, που πρόφερε με μεγάλη σοβαρότητα, το πρόσωπο της κυρίας Ζιρί μαρμάρωσε. Έγινε κίτρινο, με κόκκινες ρίγες, σαν τις κολόνες που υποστήριζαν την κεντρική σκάλα. Σαν το μάρμαρο που ονομάζεται σαρανκολέν.